- Λεπτομέρειες
- Τελευταία ενημέρωση : 05 Ιουνίου 2017 05 Ιουνίου 2017
Κατά τις 7:30 το πρωί του Σαββάτου, 8 Απριλίου, είχαμε όλοι επιβιβαστεί στα δύο σχεδόν γεμάτα πούλμαν, με αρχικό προορισμό μας τη Σπάρτη. Από μακριά φάνηκε η μακριά πανέμορφη οροσειρά με τους πύργους και τους πυργίσκους της, στεφανωμένους ακόμα με χιόνι...Προστάτης και της σύγχρονης πρωτεύουσας της Λακωνικής ο Ταΰγετος, όπως και σε εκείνα τα δοξασμένα χρόνια... Στα 2404 μ. η ψηλότερη κορφή του, ο Προφήτης Ηλίας...
Όταν πλέον περάσαμε και τη γέφυρα του ποταμού Ευρώτα με τη μοσχομυριστή κοιλάδα, γεμάτη πορτοκαλιές και λεμονιές, ξέραμε ότι φτάναμε πια στον ιστορικό αυτόν τόπο ...
Μπήκαμε στην όμορφη και καλοσχεδιασμένη από τους Βαυαρούς του Όθωνα πόλη και παραλάβαμε την ξεναγό μας από ένα κεντρικό σημείο της. Πλατιοί και δεντροφυτεμένοι δρόμοι, μεγάλες πλατείες, νεοκλασικά κτίσματα χαρακτηρίζουν τη Σπάρτη, ιδρυμένη το 1834, και ο επισκέπτης σχηματίζει μια καλή εντύπωση με την είσοδό του σε αυτήν.
Ανηφορίσαμε προς το Παρόρι πρώτα, όπου αφήσαμε τους πεζοπόρους μας, που έκαναν δυο κυκλικές διαδρομές 3 και 5 ωρών από το Παρόρι - Μονή Φανερωμένης –Αναβρυτή.Η πρώτη ομάδα έφτασε μέχρι τη Μονή Φανερωμένης, ενώ η δεύτερη μέχρι την Αναβρυτή, σε ένα όμορφο μονοπάτι στο φαράγγι της Λαγκάδας. Πέρασαν από το εκκλησάκι των Βράχων, τη Λαγκαδιώτισσα , χτισμένο μέσα σε μια σπηλιά, έφτασαν στο εκκλησάκι Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και από εκεί στη Μονή της Φανερωμένης. Οι ορειβάτες συνέχισαν μέχρι το παραδοσιακό χωριό , την Αναβρυτή, και, αφού ξεκουράστηκαν λίγο στο καφενεδάκι του χωριού, πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Μετά τη Φανερωμένη πήραν το μονοπάτι για την Παναγία Ζαγούνα, ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι πάνω σε ένα βράχο και από εκεί κατέβηκαν από ένα φιδωτό μονοπάτι στο Παρόρι.Οι τουρίστες, γύρω στις 12 το μεσημέρι, ξεκίνησαν την περιήγησή τους στον χώρο της νεκρής πλέον καστροπολιτείας, του Μυστρά, από ένα ψηλότερο σημείο, από την πύλη της Άνω Πόλης, συγκεκριμένα, στην είσοδο της οποίας έβγαλαν τα εισιτήρια. Αφού φτάσαμε έξω από την εκκλησία της Αγ. Σοφίας των Παλατιών και κοντά στην Τράπεζα της μονής, όπου αυτή κάποτε ανήκε, η ξεναγός μας αναφέρθηκε στην ιστορία του Μυστρά.
Το ισχυρό κάστρο που βλέπουμε ψηλά στον φυσικά οχυρωμένο λόφο του Μυζηθρά χτίστηκε στα 1249 από τον Φράγκο Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο και η μεσαιωνική πολιτεία άρχισε να δημιουργείται από τα 1262, που το κάστρο μαζί με εκείνα της Μονεμβασιάς και της Μάνης ή και του Γερακίου, πέρασε στην κυριότητα των Βυζαντινών. Είχε προηγηθεί η μάχη της Πελαγονίας, όπου ο Βιλλεαρδουίνος ηττήθηκε. Έτσι ο λόφος γέμισε αρχοντικά, παλάτια, εκκλησίες και οχυρωμένα μοναστήρια, καθώς και 2 περιβόλους. Στα μέσα του 15ου αι. ήταν ήδη ένα σπουδαίο κέντρο πολιτισμού, στενά συνδεδεμένο με την Κωνσταντινούπολη. Στα 1460 πέρασε στα χέρια των Τούρκων και η ακμή του έπαψε...
Τότε ήταν που την έκαναν τζαμί κι αυτή την εκκλησιά, στο εσωτερικό της οποίας περάσαμε αμέσως μετά. Ο μιναρές του και τα σκαλάκια του φαίνονται ακόμα μέσα στο ψηλό καμπαναριό. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Χριστός στην κόγχη του Ιερού, αντί της Παναγίας, όπως και άλλες τοιχογραφίες, μέσα στα δύο ανατολικά παρεκκλήσια.Κατηφορίζοντας προς την πύλη της Μονεμβασιάς, είδαμε από μακριά τα Παλάτια των Καντακουζηνών και των Παλαιολόγων με τη μεγάλη πλατεία μπροστά τους. Αγναντεύοντάς τα φανταστήκαμε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να δέχεται στον πρώτο όροφο, στην τεράστια μονοκόμματη αίθουσα του θρόνου, τους απεσταλμένους από την Κωνσταντινούπολη, που ήρθαν να τον στέψουν βασιλιά, τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου...
Και στην ίδια την πύλη, που χωρίζει την αριστοκρατική συνοικία από την Κάτω ( αστική ) πόλη, σταματήσαμε για λίγο και συνεχίσαμε ως το γυναικείο μοναστήρι της Παντάνασσας, το μοναδικό σε λειτουργία σήμερα, όπου, αφού κεραστήκαμε το παραδοσιακό λουκουμάκι, ανεβήκαμε στο καθολικό και ξεναγηθήκαμε κι εκεί. Εδώ σε αυτό περιτοιχισμένο μοναστήρι ζουν οι μοναδικοί κάτοικοι της νεκρής πολιτείας, μερικές μοναχές, που συντηρούν αρκετές γλάστρες στην αυλή του και σε υποδέχονται καλοσυνάτα και ευγενικά. Μέσα στο καθολικό θαυμάσαμε τη γύψινη διακόσμηση του Ιερού, επηρεασμένη από τη δυτική τέχνη, καθώς και τον διπλό αρχιτεκτονικό τύπο, με βασιλική στο ισόγειο και σταυρικό ναό στον όροφο, που έχει εφαρμοστεί και στη Μητρόπολη, εξάλλου. Φυσικά στην Παντάνασσα μαγευτήκαμε από τις πλούσια χρωματισμένες τοιχογραφίες, τελευταία αντιπροσωπευτικά δείγματα της βυζαντινής τέχνης. Και το 4ώροφο καμπαναριό προκαλεί επίσης την προσοχή του επισκέπτη. Λίγο πιο πέρα δυο αρχοντικά υπό αναστήλωση, πολλά χρόνια και αυτά, όπως εξάλλου και το συγκρότημα των Παλατιών...
Ακολουθώντας μικρά και όμορφα μονοπατάκια, περάσαμε στην Κάτω Χώρα, όπου επισκεφτήκαμε τη Μητρόπολη του Αγ. Δημητρίου και το Μουσείο του Μυστρά. Μπήκαμε από μια μικρή πύλη σε μια πρώτη πλακόστρωτη αυλή κι έπειτα σε μια μεγαλύτερη και από εκεί μέσα στην εκκλησία.Κι εδώ είδαμε τον τύπο της 3κλιτης βασιλικής με σταυρικό σχήμα με 5 τρούλους στον όροφο, κάτι που συνέβη, επειδή έτυχε μετασκευής ο αρχικός ναός του τέλους του 13ου αι. μέσα στον 15ο αι., με αποτέλεσμα να χαθούν οι αρμονικές αναλογίες του κτηρίου και να καταστραφεί η διακόσμησή του. Εξακολουθεί όμως ο Άγ. Δημήτριος να είναι από τα σημαντικότερα μνημεία του Μυστρά και οι τοιχογραφίες του δείχνουν το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο της βυζαντινής ζωγραφικής. Η παράδοση θέλει να ορκίζεται εδώ μέσα ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας στα 1449 και ο σημερινός επισκέπτης βλέπει τη μαρμάρινη πλάκα που πάτησε κατά τη στέψη του...
Στην όμορφη και δροσερή αυλή με τις τοξωτές στοές ξεκουραστήκαμε λίγο και αποχαιρετίσαμε εδώ την ξεναγό μας, αφού πρώτα κάναμε μια σύντομη επίσκεψη στο Μουσείο με τις επιγραφές, ανάγλυφα, κιονόκρανα, θωράκια και λοιπά μέλη από ναούς του λόφου, χειρόγραφους κώδικες, γυναικεία φορέματα, καθώς και εικόνες, κομμάτια από τοιχογραφίες και νομίσματα.
Πήραμε έπειτα τον δρόμο για την έξοδο, όπου μας περίμενε το πούλμαν, μαζί με όσους είχαν προτιμήσει να παραμείνουν στην καφετέρια κοντά στον χώρο στάθμευσης.
Ανηφορίσα προς το Παρόρι, το όμορφο και δροσερό χωριό, όπου γευματίσαμε περιμένοντας και τους πεζοπόρους μας και, όταν πια είχαμε συγκεντρωθεί επιστρέψαμε στη Σπάρτη.Γύρω στα 30 άτομα βρεθήκαμε στο Μουσείο της Ελιάς και του Λαδιού κατά τις 5 και κάτι το απόγευμα. Το πετρόκτιστο κτήριο ανήκε κάποτε στην Ηλεκτρική Εταιρεία. Στον πάνω όροφο περιηγηθήκαμε στην πολύ καλά οργανωμένη έκθεση, όπου παρουσιάζεται η μακραίωνη ιστορία του λαδιού και της ελιάς και αναδεικνύεται η σημασία τους για τον ελλαδικό χώρο, σε διάφορους τομείς ( υγεία, ήθη κι έθιμα, διατροφή κ.λ.π. ), από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στην αυλή είδαμε 3 ελαιοτριβεία, ένα προϊστορικό, ένα αρχαίο κι ένα βυζαντινό και μάθαμε αρκετά πράγματα για την καλλιέργεια της ελιάς και τη συλλογή του προϊόντος. Στον κάτω όροφο παρουσιάζεται η εξέλιξη της τεχνολογίας των ελαιοτριβείων στην Ελλάδα από τα μεταβυζαντινά χρόνια ως το 1ο μισό του 20ού αι. , μέσα από μηχανισμούς που σώζονται ή έχουν αποκατασταθεί και μεγάλες κινούμενες μακέτες. Όλα αυτά γίνονται βέβαια ακόμα περισσότερο κατανοητά με τη βοήθεια των προβολών και των ενημερωτικών πινάκων. Κάναμε και την επίσκεψή μας στο ... πωλητήριο του Μουσείου και στις 6 φύγαμε και με τα πόδια γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας.
Πήραμε τις αποσκευές και τα δωμάτιά μας και ξεκουραστήκαμε ως την ώρα του δείπνου. Φύγαμε στις 8:30 για το χωριό του Αη-Γιάννη, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Σπάρτη, σε ταβέρνα του οποίου γευτήκαμε εξαιρετικό μπακαλιάρο και άλλα φαγητά και μεζεδάκια και διασκεδάσαμε με τη συνοδεία μουσικής D.J. Αργά το βράδυ επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας.
Κυριακή των Βαΐων, 9 Απριλίου, επισκεφτήκαμε τον ναό του πολιούχου Αγ. Νίκωνα στο κέντρο της Σπάρτης και το Αρχαιολογικό Μουσείο, σχεδόν όλοι, απέναντι ακριβώς από την εκκλησία. Μικρό το μουσείο και με λίγα αλλά πολύ σημαντικά και ενδιαφέροντα εκθέματα, όμορφο το ίδιο το νεοκλασικό κτήριο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κατσαρού, του ίδιου που σχεδίασε και το κτήριο του Δημαρχείου στην κεντρική πλατεία, και ο καταπράσινος κήπος ολόγυρα.Μετά την περιήγησή μας στις αίθουσες του μουσείου, όπου ξεχωρίσαμε τα ψηφιδωτά δάπεδα ρωμαϊκής εποχής και τα αναθήματα από το ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας, λίγο έξω από την πόλη, από το Αμυκλαίο, το Μενελάιο, τον πήλινο αμφορέα με ανάγλυφη διακόσμηση, τον Λεωνίδα, διάφορα γλυπτά και άλλα ευρήματα.
Αφού κάναμε μια μικρή βόλτα με το πούλμαν ως το τεράστιο άγαλμα του Λεωνίδα μπροστά στο γήπεδο της πόλης και πολύ κοντά στην αρχαία ακρόπολη και το ρωμαϊκό θέατρο, φύγαμε για Μολάους, Μονεμβασιά.
Μονεμβασιά ή Μονοβάσια την είπαν για τη μία και μόνη “μπασιά”, είσοδο στην καστροπολιτεία, αυτή τη μαγευτική πόλη, που συγκεντρώνει πλήθος τουριστών όλες τις εποχές του χρόνου. Ο οικισμός στον βράχο αυτόν δημιουργήθηκε αρχικά από τους Λακεδαιμόνιους, τον 6ο αι., και αναπτύχθηκε σύντομα, αποκτώντας έτσι μεγάλη στρατηγική σημασία. Ακόμα και ο Πάπας διεκδίκησε την περιοχή, όπως και οι Ενετοί και οι Τούρκοι, στων οποίων την κατοχή πέρασε δυο φορές. Απελευθερώθηκε το 1821 από τους Έλληνες, από τις πρώτες οχυρές πόλεις της Πελοποννήσου. Η Πάνω πόλη, ακατοίκητη σήμερα, διατηρεί λείψανα πολυάριθμων κτηρίων βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Εδώ βρίσκεται και η Αγ. Σοφία, οκταγωνικός ναός του 12ου αι., ταυτιζόμενη με την Παναγία Οδηγήτρια.Φτάνοντας στη Μονεμβασιά, περάσαμε τη γέφυρα που συνδέει τον βράχο με τη νέα πόλη και τη στεριά, και εδώ οι πεζοπόροι έκαναν τον γύρο της Μονεμβασιάς από τη γέφυρα ως την Β. Α. πύλη της Καστροπολιτείας. Μια δίωρη διαδρομή κοντά στα βράχια της παραλίας που σε βάζει μέσα στο κάστρο από την ανατολική πύλη. Στη συνέχεια όσοι το επιθυμούσαν συνέχισαν τη πεζοπορία ανεβαίνοντας ως πάνω ψηλά στο Κάστρο, απ΄ όπου είχαν την τύχη να θαυμάσουν το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας από το «πέτρινο καράβι» του Γιάννη Ρίτσου. Όσοι δεν πεζοπόρησαν έκαναν τις βόλτες τους μέσα στην καστροπολιτεία, στην Κάτω πόλη. Στην κεντρική πλατεία μας περίμενε ο ναός του Ελκόμενου Χριστού με την περίφημη και πολύπαθη εικόνα της Σταύρωσης σε μια πλήρως ασφαλή πλέον γωνιά μέσα στον χώρο. Η συγκεκριμένη εικόνα του 14ου αι., μετά τις ταλαιπωρίες που υπέστη λόγω της κλοπής της, επέστρεψε στον ναό το 2011. Θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες και ωραιότερες της λεγόμενης Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Ο ναός διαθέτει εντυπωσιακό μαρμάρινο τέμπλο του 1901.
Κοντά 40 εκκλησιές υπάρχουν στην πόλη, μεταξύ των οποίων και η Παναγιά η Χρυσαφίτισσα, η Παναγία η Κρητικιά, ο Άγ. Στέφανος κ.ά.
Απέναντι ακριβώς το Μουσείο της Μονεμβασιάς, ιστορικό διατηρητέο κτήριο, παλιό Τζαμί, με διάφορα ευρήματα από την πόλη, αρχαία, βυζαντινά και νεότερα: γλυπτά, οικόσημα, αρχιτεκτονικά γλυπτά εκκλησιών, μαρμάρινο τέμπλο, καθώς και αντικείμενα ιδιωτικού βίου. Άπειρα τα πλακόστρωτα στενάκια, βυζαντινά καλντερίμια, με τους συμπαθητικούς μικρούς συνήθως αλλά και μεγαλύτερους ξενώνες, με θέα το Μυρτώο πέλαγος, με πολλές εκκλησιές και με τον Άγ. Νικόλαο ( ναός του 1703, με επιδράσεις δυτικής αρχιτεκτονικής ), σχολείο κάποτε, όπου φοίτησε και ο ποιητής μας, Γιάννης Ρίτσος, το σπίτι του οποίου είχαμε ήδη επισκεφτεί μπαίνοντας στην πόλη, το “ Πέτρινο καράβι ” του, από την κεντρική πύλη. Τον “χαιρετίσαμε” μάλιστα τραγουδώντας μελοποιημένα ποιήματά του, εκεί στην ταράτσα- μπαλκόνι του σπιτιού του αγναντεύοντας το πέλαγο μπροστά...
Αφού κάναμε τις βόλτες μας, γευματίσαμε είτε μέσα στο κάστρο κάποιοι είτε στο νέο τμήμα της πόλης, πέρα από τη γέφυρα και αναχωρήσαμε από εκεί κατά τις 3 για μια σύντομη βόλτα στους Μολάους ως τις 4:30 μ.μ.. Από καημό που δεν ήταν δυνατόν να διασχίσουμε το φαράγγι Λάρνακα, πήγαμε ως την είσοδό του, όπου διαπιστώσαμε τη ζημιά που είχαν προκαλέσει οι βροχές του χειμώνα και γι΄αυτό τον λόγο δεν καταφέραμε να κάνουμε την προγραμματισμένη μας πορεία...
Ήπιαμε το καφεδάκι μας, περπατήσαμε λίγο στον πεζόδρομο, μπήκαμε στην εκκλησία και φύγαμε για Νίκαια, έχοντας πραγματοποιήσει για άλλη μια φορά μια ωραία εκδρομή σε μέρη αγαπημένα και πολυσύχναστα... Φτάσαμε, μετά και από μια σύντομη στάση, στη βάση μας γύρω στις 8:45 το βράδυ.