Το πρώτο πούλμαν ξεκίνησε το πρωί της Παρασκευής, 15 Σεπτεμβρίου, από τη Νίκαια και το Αιγάλεω και, αφού έκανε μια στάση στη Ν. Αρτάκη, συνέχισε ως το Προκόπι. Εκεί παρέμειναν για προσκύνημα στον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο και για μεσημεριανό φαγητό και επισκέφτηκαν το μουσείο Δάσους. Έπειτα κατευθύνθηκαν προς τη Βόρεια Εύβοια, περνώντας από Μαντούδι,  Αγ. Άννα, Παππάδες, μέχρι το Πευκί, όπου και βρίσκονταν τα καταλύματά μας.

Έχοντας φτάσει νωρίς το απόγευμα, όσοι ήθελαν κολύμπησαν στην τεράστια και κοσμοπολίτικη παραλία του Πευκίου, αφού πήραν πρώτα τα δωμάτιά τους για ξεκούραση. Ένα δεύτερο πούλμαν έφυγε από τη Νίκαια το μεσημέρι στις 15.00 μ.μ. για Χαλκίδα, Ν.Αρτάκη, όπου έγινε μια σύντομη στάση για καφέ και άλλες ανάγκες, Προκόπι για προσκύνημα στην εκκλησία και Πευκί στη συνέχεια, μέσω Λίμνης, Αιδηψού, Ιστιαίας.

Όλοι μαζί το βράδυ δειπνήσαμε στην τραπεζαρία του ενός από τα 3 ξενοδοχεία, στα οποία είχαμε κλείσει δωμάτια, και στη συνέχεια κάναμε βόλτες στην πολύβουη ακόμα και τον Σεπτέμβρη παραλία και γεμάτη με ξένους τουρίστες ...

Το Πευκί είναι παραθαλάσσιο θέρετρο με την πιο οργανωμένη και την πιο μεγάλη παραλία της βόρειας Εύβοιας. Αρκετά δημοφιλής και στους Βαλκάνιους κυρίως τουρίστες, οι οποίοι θεωρούν επίσης την αμμουδερή αυτή παραλία με τις πάμπολλες ταβέρνες, καφετέριες, μπαρ, εμπορικά καταστήματα ως ιδανικό προορισμό για διακοπές χαλάρωσης, διασκέδασης και ξεγνοιασιάς. Την επόμενη μέρα, Σάββατο, 16 Σεπτεμβρίου, αφού πήραμε το πρωινό μας, ξεκινήσαμε με τα ποδαράκια μας, για να πάμε στο λιμάνι, απ΄όπου πήραμε το πλοιάριο για τη διπλή κρουαζιέρα μας σε Σκόπελο, Αλόννησο. Μαζί μας στο σκάφος και αρκετοί ξένοι τουρίστες για τον ίδιο σκοπό. Ο καιρός ήταν υπέροχος και το ταξίδι των 2, 5 ωρών ως την Αλόννησο πρώτα  εξαιρετικό και άνετο.

Είχαμε και φολκλορικό θέαμα στη διάρκεια της διαδρομής, με δυο νεαρούς χορευτές, οι οποίοι χόρεψαν παραδοσιακούς χορούς, παρασύροντας στο τέλος στους ρυθμούς τους και πολλούς από εμάς αλλά και τους ξένους συνταξιδιώτες μας. Από τα μεγάφωνα λαμβάναμε πληροφορίες για τα μέρη απ΄όπου περνούσαμε συνεχώς με διάφορα μυθολογικά και ιστορικά στοιχεία. Αριστερά μας είχαμε τη Στυλίδα, τη Γλύφα και δεξιά μας σε λίγο πρόβαλλε το χωριό Αρτεμίσιο και πιο πάνω το ομώνυμο ακρωτήριο, το βορειότερο της Εύβοιας, με το κοντινό Ποντικονήσι, πάνω στο οποίο βρίσκεται ένας μεγάλος και επιβλητικός φάρος. Στο ακρωτήριο αυτό έλαβαν χώρα στα 480 π.Χ. οι τριήμερες θαλάσσιες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Περσών, στη διάρκεια της 2ης εισβολής των τελευταίων στην Ελλάδα, παράλληλα με τη μάχη στις Θερμοπύλες. Οι μάχες ήταν αμφίρροπες και οι Πέρσες αναγκάστηκαν να παραπλεύσουν την Εύβοια, για να φτάσουν στην Αττική. Το Αρτεμίσιο όμως είναι γνωστό και για το ομώνυμο ναυάγιο, το οποίο μας έδωσε δυο μοναδικά χάλκινα αγάλματα, δείγματα υψηλής τέχνης, τον Δία ή Ποσειδώνα του Αρτεμισίου και τον λεγόμενο “ μικρό ιππέα”, και τα δύο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.

 

Αποβιβαστήκαμε στο λιμάνι της Αλοννήσου, το Πατητήρι, και φύγαμε αμέσως με τοπικά λεωφορεία, που μας ανέμεναν, για τη Χώρα, την Αλόννησο. Μείναμε εκεί για μιάμιση ώρα περίπου, για βόλτες στα γραφικά σοκάκια του παραδοσιακού οικισμού, φωτογραφίες, ένα καφεδάκι, ψώνια και πήραμε πάλι τα λεωφορεία, για να πάμε για μπάνιο στο λιμάνι.Γύρω από το νησί της μεσογειακής φώκιας, όπως είναι γνωστή η Αλόννησος, ένα σωρό ερημονήσια, η Περιστέρα, η Κυρα-Παναγιά, το Πιπέρι κ.ά., που συναποτελούν το “θαλάσσιο πάρκο” για την προστασία της φώκιας,ένα τελευταίο καταφύγιο για το σπάνιο, πανέξυπνο θηλαστικό. Γαλαζοπράσινα και καθαρά τα νερά στο Πατητήρι μας δρόσισαν έπειτα από τόση ζέστη και μας ανακούφισαν αρκετά. Τη δεδομένη ώρα αναχώρησης βρισκόμαστε πάλι μέσα στο πλοιάριο για τον επόμενο προορισμό μας, την καταπράσινη Σκόπελο. Μπορεί να μην είναι τόσο κοσμοπολίτικη, αλλά διατηρεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τη γειτονική Σκιάθο τον παραδοσιακό χαρακτήρα της. Επίσημα δε χαρακτηρίστηκε ως πράσινο και γαλάζιο νησί από τον διεθνή οργανισμό Βιοπολιτικής. Οι άνθρωποι του πληρώματος είχαν φροντίσει και πάλι για τη διασκέδασή μας κι έτσι δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε... Κατεβήκαμε στο λιμάνι-πρωτεύουσα του νησιού, όπου παραμείναμε για ένα τρίωρο. Άλλοι έκαναν μπάνιο, έφαγαν, έκαναν βόλτες στον χαρακτηρισμένο με Προεδρικό διάταγμα ως παραδοσιακό οικισμό της Σκοπέλου, κυρίως λόγω της αρχιτεκτονικής της, που είναι μείγμα διάφορων αρχιτεκτονικών ρυθμών. Ακριβώς αυτοί οι ρυθμοί είναι που μας μάγεψαν στην αρχοντική πρωτεύουσα και τα υπέροχα καλντερίμια της.

Αρκετοί από εμάς ανέβηκαν ως το Ενετικό Κάστρο των Γκίζι, ανακαλύπτοντας πολλές εκκλησιές στη διαδρομή, το σπίτι του λογοτέχνη Παύλου Νιρβάνα, ένα μακεδονικού τύπου σπίτι, το οποίο έχει γίνει εκθετήριο της ιστορίας του νησιού, το Λαογραφικό Μουσείο, όμορφα μαγαζιά παραδοσιακής λαϊκής τέχνης και πολλά άλλα ενδιαφέροντα σημεία του οικισμού. Στην κορυφή του βράχου στα ανατολικά της Χώρας, πολύ κοντά στο λιμάνι, βρίσκεται η Παναγιά των Βράχων ή Παναγιά του Πύργου, όπως λέγεται, με το παρεκκλήσι των Αγ. Πάντων μπροστά της. Επειδή θα γινόταν κάποιος γάμος σε λίγη ώρα, μπορέσαμε να δούμε και εσωτερικά την Παναγιά. Εντύπωση έκανε η νύφη, η οποία ερχόταν από τη θάλασσα μέσα σε ένα μικρό καΐκι, ως νεράιδα της θάλασσας ...

Άλλοι έφτασαν ως τη δυτικότερη άκρη του οικισμού, όπου βρίσκονται απομεινάρια του αρχαίου Ασκληπιείου, του 4ου αι. π.Χ. Κοντά του και το μοναστήρι της Παναγιάς της Λιβαδιώτισσας, του 17ου αι. Όταν ολοκληρώθηκε το 3ωρο της παραμονής μας στο νησί, μπήκαμε πάλι στο “κρουαζιερόπλοιο “ για την επιστροφή στη βάση μας, το Πευκί. Δειπνήσαμε, κάναμε πάλι τις βόλτες μας στην ατέλειωτη παραλία και πήγαμε για ύπνο. Άλλη μια μικρή κρουαζιέρα μας περίμενε την Κυριακή, 17 Σεπτεμβρίου, τελευταία ημέρα της εκδρομής μας, στα Λιχαδονήσια αυτή τη φορά, τις Σεϋχέλες της Ελλάδας, όπως, υπερβολικά ίσως, έχουν χαρακτηριστεί. Φτάσαμε στον Κάβο, το δυτικότερο ακρωτήρι της βόρειας Εύβοιας, απ΄όπου πήραμε καραβάκια, σε δύο ομάδες, για την περιήγησή μας στα νησάκια. Ονομάστηκαν έτσι από τον Λίχα, τον υπηρέτη του Ηρακλή, ο οποίος είχε την ατυχία να μεταφέρει στον ήρωα τον δηλητηριασμένο χιτώνα, τον σταλμένο από τη ζηλιάρα γυναίκα του, τη Δηιάνειρα. Ο Ηρακλής τρελός από τους πόνους τον εκσφενδόνισε στο πέλαγος και από το αίμα του ή τα κομμάτια του Λίχα λέγεται πως σχηματίστηκαν αυτά τα νησάκια. Περάσαμε ανάμεσα από όλο σχεδόν το σύμπλεγμα, ακούγοντας την ξενάγηση του “καπετάνιου” μας, βλέποντας από μακριά την καταπράσινη Μεγάλη Στρογγυλή με τα ερείπια της Ιεράς Μονής του 12ου αι. μ.Χ., όπου μόνασε ο Όσιος Γρηγόριος ο Μυροβλήτης, και τον επιβλητικό Φάρο. Όλα τα νησάκια θεωρούνται δημιούργημα ηφαιστειώδους ενέργειας και αναδύθηκαν μετά από μεγάλο σεισμό. Παρά ταύτα διαθέτουν αρκετή πρασινάδα τα μεγαλύτερα τουλάχιστον και ιδίως η Μονολιά, όπου και μας άφησαν για ένα δίωρο περίπου. Κάναμε τη βόλτα μας ως τα απομεινάρια του οικισμού που κάποτε υπήρχε εδώ, το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου και γυρίσαμε στην οργανωμένη παραλία με το beach bar, για μπάνιο και ίσως κάποιο καφέ ή σνακ. Κάποιοι είχαν την τύχη να δουν φώκιες στην περιήγηση που κάναμε, μια και έχουν επιλέξει εδώ και μερικά χρόνια ως μόνιμη κατοικία τους τα μικρά Λιχαδονήσια, κάποιες από αυτές...

Είχε φτάσει όμως η ώρα του μεσημεριανού και επιλέξαμε το όμορφο παραλιακό ήσυχο θέρετρο του Αγ. Γεωργίου Λιχάδας γι΄αυτό. Το όνομά του το πήρε από τον ομώνυμο ναό ο οποίος θεμελιώθηκε πάνω σε παλαιό Ασκητήριο. Διαθέτει ένα γραφικό ψαρολίμανο, όμορφες πλαζ, τουριστικές εγκαταστάσεις και πολλά γαστριμαργικά στέκια.

Αφού γευτήκαμε ψαράκι, θαλασσινά, αλλά και νόστιμα κρεατικά και ορεκτικά, κατηφορίσαμε ως την λουτρόπολη της Αιδηψού για βολτίτσες, ένα καφεδάκι, μια μικρή περιήγηση στην πόλη αυτή που είναι πασίγνωστη για τα ιαματικά λουτρά της. Σήμερα ο γραφικός οικισμός έχει σχεδόν ενοποιηθεί με τα Λουτρά, λόγω της οικιστικής δραστηριότητας. Κατά το απογευματάκι πήραμε το πλοίο για την Αρκίτσα απέναντι και στη συνέχεια μπήκαμε στο πούλμαν μπαίνοντας στην τελική ευθεία για την Αθήνα και τη Νίκαια, όπου φτάσαμε κατά τις 9 και κάτι, με όμορφες αναμνήσεις από τις θαλασσινές αποδράσεις μας στη Βόρεια Εύβοια και  τις Σποράδες...