Πενθήμερη πρωτοχρονιάτικη εκδρομή στην Ανατ. Μακεδονία και τη Θράκη

Με αρκετά καλό καιρό ξεκινήσαμε από τη Νίκαια την Πέμπτη, 2 Ιανουαρίου, στις 7 το πρωί και, αφού παραλάβαμε πολλούς φίλους κι από το μετρό του Αιγάλεω και τα 2 πούλμαν πήραν την Εθνική Αθηνών –Λαμίας. Κάναμε μια σύντομη στάση για καφέ, σνακ, τουαλέτα και περνώντας απ΄έξω από τη Λαμία, το μεσαιωνικό κάστρο της οποίας ξεχώριζε από μακριά, ψηλά πάνω στον λόφο, συνεχίσαμε για Λάρισα και  παίρνοντας τον παλιό δρόμο φτάσαμε μέχρι τα Τέμπη. Κατεβήκαμε από την υπόγεια διάβαση, περάσαμε την κρεμαστή γέφυρα προς την Αγ. Παρασκευή και καταλήξαμε στα παγκάκια που υπάρχουν στον χώρο, για την προσφορά του κρύου γεύματος, του συνηθισμένου από τον « Φυσιολάτρη ». Το κρύο ήταν δυνατό, αλλά η διάθεση πολύ καλή από όλους. Όσοι πρόλαβαν επισκέφθηκαν το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής, στο σημείο όπου συνελήφθη από τους διώκτες της Ρωμαίους και έκαναν μικρά ψώνια από τα μαγαζάκια που βρίσκονται στην έξοδο από την υπόγεια διάβαση.

Ο δρόμος μέσω Εγνατίας μας φάνηκε σύντομος και, μετά από μια σύντομη στάση στη Μουσθένη, σχεδόν δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε στην Καβάλα, που φάνταζε από ψηλά μια τεράστια φωταγωγημένη πόλη, στην οποία διακρινόταν το παλιό τμήμα της, ο λόφος της Παναγίας. Συνεχίσαμε και φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας, πάνω στην Εθνική Καβάλας – Ξάνθης, γύρω στο 1 χλμ. έξω από την πόλη της Ξάνθης, πήραμε τα δωμάτιά μας και πήγαμε μετά για ξεκούραση.

Το απόγευμα συγκεντρωθήκαμε όλοι, μπήκαμε στα πούλμαν και ανεβήκαμε στην πόλη ακολουθώντας την περιφερειακή της Παλιάς πόλης οδό και βγήκαμε στον χώρο, όπου κάθε Σάββατο γίνεται το ονομαστό παζάρι, απέναντι από το γήπεδο και κοντά στο Δημοκρίτειο Παν/μιο.

Παίρνοντας μαζί μας τους δυο φίλους Ξανθιώτες οδηγούς μας, ανηφορίσαμε προς την Παλιά Πόλη της Ξάνθης για μια βραδινή βόλτα στα γραφικά σοκάκια.

Περπατήσαμε ως τη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου που κυλά δίπλα στο όμορφο Δημοτικό Πάρκο Λιμνιό και βγάλαμε φωτογραφίες. «Παραλία» λένε την περιοχή οι ντόπιοι. Πέρα από το ποτάμι μπορούσε να δει κανείς το ποδοσφαιρικό γήπεδο, το βυζαντινό κάστρο στην κορυφή του λόφου και ψηλά στο βουνό το δάσος της Ξάνθης, στο βορειότερο τμήμα της.

Προχωρήσαμε έπειτα με τα πόδια στο εσωτερικό της παλιάς πόλης, χτισμένης μετά το 1829, με τα αρχοντικά σπίτια σε νεοκλασική γραμμή, αλλά και τα σπίτια εργατών, που διασώζονται χάρη σε νόμο που ψηφίστηκε το 1994 και απαγόρευε οποιαδήποτε αλλαγή των κατοικιών. Χαρακτηριστικό των περισσότερων σπιτιών είναι τα σαχνισιά, τα δωμάτια δηλαδή που εξέχουν και αποτελούν τα καθιστικά, αυτά στα οποία παραμένουν συχνά οι ένοικοι. Την εικόνα συμπληρώνουν παλιές εκκλησίες με κατανυκτική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά αποτελούν τα γνωρίσματα της εποχής που η Ξάνθη ήταν παγκοσμίως γνωστή για την καλλιέργεια και την επεξεργασία των φημισμένων καπνών της ( μέσα 19ου- αρχές 20ού αι. ).

Ακολουθώντας τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια είδαμε τη Δημοτική Πινακοθήκη «Χρήστος Παυλίδης», από τον εκλεκτό Ξανθιώτη ζωγράφο, που χάρισε σε αυτήν ένα αξιόλογο αριθμό πινάκων του. Αποτελεί μείξη ηπειρώτικης και μακεδονικής αρχιτεκτονικής και ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ξυλόγλυπτα ταβάνια της.

Στη μικρή και χαριτωμένη  πλατεία Μητρόπολης δεσπόζει το Μητροπολιτικό Μέγαρο, ενώ στο ίδιο τετράγωνο είδαμε το αρχοντικό του καπνέμπορου Στάλιου, που σήμερα στεγάζει το νηπιαγωγείο της περιοχής και το Α΄Δημοτικό Σχολείο.

Κατηφορίζοντας προς την πλατεία Αντίκα συναντήσαμε το Σπίτι του Πολιτισμού, που στεγάζει τη Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης ( ΦΕΞ ), το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι και πιο πέρα το Παλιό Δημαρχείο, αστική αρχοντική κατοικία εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, χτισμένη από τον καπνέμπορο Μωυσή γύρω στο 1880, με την πλούσια εσωτερική διακόσμηση και τα σκαλιστά ταβάνια.

Πλήρως φωταγωγημένα τα σπίτια και τα μαγαζάκια της Παλιάς Πόλης και κουκλίστικη και μαγευτική η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα!

Κάποιοι επέλεξαν να πιούν ένα ζεστό ρόφημα, ένα καφεδάκι σε κάποια από τα μικρά μαγαζάκια στα στενά της… ενώ μια ομάδα επισκέφτηκε το Σπίτι της Σκιάς. Είναι  ένα εργαστήρι/έκθεση στο οποίο βρίσκονται τα ιδιαίτερα έργα του Τριαντάφυλλου Βαïτση, ο οποίος δημιουργεί έργα από μη επαναχρησιμοποιήσιμα υλικά, κι αφού τα φωτίσει κατάλληλα μπορεί κανείς να δει στον τοίχο στη σκιά του έργου, κάποια μορφή ή ακόμη και ολόκληρη παράσταση. Το μουσείο το «Σπίτι της Σκιάς» (The House of Shadow) λειτουργεί στην πόλη από το 2014.

Τα ίδια τα γλυπτά, συναρμολόγηση μικρών μεταλλικών κομματιών, δεν σου κάνουν εντύπωση με την πρώτη ματιά. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το πώς αυτή η άμορφη μάζα ανακυκλώσιμων ή όχι υλικών σε συνδυασμό με το φως δίνει στον τοίχο μια σκιά  με συγκεκριμένες μορφές , όπως τη μορφή του Αϊνστάιν, του Τσε Γκεβάρα,  του Καβάφη η και της Μέριλιν Μονρόε!

Έχοντας ολοκληρώσει τη σύντομη βόλτα μας στην Παλιά πόλη, φύγαμε υποσχόμενοι να επιστρέψουμε κάποια άλλη στιγμή, για να αγοράσουμε καριόκες, σιροπιαστά και σουτζούκ λουκούμ, γλυκά για τα οποία φημίζεται η Ξάνθη.

Επιστρέψαμε με τα πούλμαν στο ξενοδοχείο για το δείπνο μας και πήγαμε για ύπνο.

Την επόμενη μέρα, Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου, φύγαμε, πάλι παρέα με τους Ξανθιώτες φίλους μας, για τα γραφικά Πομακοχώρια πρώτα και την πεζοπορία σε αυτά 50 περίπου πεζοπόροι. Η πεζοπορία ξεκίνησε από το χωριό Σμίνθη   και κατέληξε μετά από μια 3ωρη διαδρομή  στο χωριό Ωραίον. Στην αρχή κινηθήκαμε σε αγροτικό δρόμο  κατά μήκος του Μέγα ρέματος και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε από μονοπάτι προς την Γέφυρα Σταμάτη.

Η γέφυρα του Σταμάτη απέχει 3.5 χλμ από τη Σμίνθη, ακολουθώντας τον παλιό δρόμο Σμίνθης-Ωραίου. Το μονοπάτι ερχόταν εδώ από τα χωριά Προσήλιο και Χρυσό  και μετά τη γέφυρα κατευθύνονταν προς το Ωραίον ή τον Κύκνο. Η ονομασία της γέφυρας όπως και του παρακείμενου οικισμού στα πομάκικα είναι «Σταμάτη-μος» («μοστ» στα βουλγαρικά σημαίνει γέφυρα). Ο Σταμάτης ήταν παπάς και δυναμικό μέλος της δημογεροντίας.

Αφού βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες και πήραμε μια ανάσα φύγαμε από το γεφύρι και πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι που μας έβγαλε στο χωριό Ωραίο.

Παντού  τοπία καταπράσινα, εικόνες πανοραμικές και πολλά καπνοχώραφα. Αρκετές στροφές και φαράγγια, καθαρό βουνίσιο αέρα και πολλές κρήνες μουσουλμάνων. Τις φτιάχνουν για να τιμήσουν τους νεκρούς. Το Ωραίο έχει πανοραμική θέα  και φιλόξενους ανθρώπους. Ξεχωρίζει το εκκλησάκι του Αγ. Στυλιανού σε ύψωμα και τα παραδοσιακά σπίτια.

Εδώ στο μοναδικό καφενεδάκι απολαύσαμε ζεστό τσάι ή καφεδάκι  και στη συνέχεια με το πούλμαν φύγαμε για να επισκεφτούμε και το πομάκικο χωριό Μύκη.

Το χωριό βρίσκεται κτισμένο στις όχθες του ποταμού Κόσυνθου. Εδώ συναντάς τους πομάκους  με τις  γυναίκες έως και τα  μικρά κορίτσια να φορούν παραδοσιακές πομάκικες στολές! Κάποιοι φωτογραφήθηκαν μαζί τους  και αφού κάναμε μια μικρή βόλτα φύγαμε για τις Θέρμες.  Ένα από τα πιο όμορφα και γνωστά Πομακοχώρια του νομού Ξάνθης.

Χτισμένο στις όχθες του Ξεροπόταμου, με όμορφα δρομάκια, υπέροχους ανθρώπους με τις καμινάδες των σπιτιών τους να βγάζουν καπνό γιατί αυτή την εποχή τα τζάκια καίνε όλη μέρα λόγω του ψύχους.

Λίγο πριν φτάσουμε  στο χωριό επισκεφτήκαμε τη βραχογραφία του Μίθρα και στη συνέχεια καθίσαμε για γεύμα στο ταβερνάκι δίπλα από τις Ιαματικές θερμές πηγές που υπάρχουν στις Άνω Θέρμες.

Ενώ οι τουρίστες με το μεγάλο πούλμαν έφυγαν πρώτα για το Κέντρο Πληροφόρησης στο Πόρτο Λάγος και τη Λίμνη Βιστωνίδα.

Η Βιστωνίδα, με τους πολλούς καλαμιώνες, τις όμορφες μικρές νησίδες και τα πολλά πουλιά, είναι η 4η μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας και τροφοδοτείται από 3 μικρούς ποταμούς. Συνδέεται με τη θάλασσα, τον Βιστωνικό κόλπο, μέσω στενών καναλιών.

 

Τα αβαθή ύδατά της προσφέρονται για ιχθυοτροφικές δραστηριότητες. Επιπλέον, φωλιάζουν εδώ γύρω στα 230 είδη πουλιών, μερικά από τα οποία είναι και σπάνια, όπως η λαγγόνα και η νανόχηνα.

Γι΄αυτό εξάλλου η Ελλάδα περιέλαβε τον πολύτιμο αυτόν υδροβιότοπο στον  δίκτυο Natura 2000.

 

Έγινε μια πληρέστατη και εμπεριστατωμένη ενημέρωση μέσα στο Κέντρο και μαζί με τον Εκπαιδευτή βρεθήκαμε έπειτα στην ίδια τη Λίμνη, όπου στήθηκε τηλεσκόπιο για παρατήρηση πτηνών και έγινε επίσκεψη στη Μονή του Αγίου Νικολάου, μετόχι της Μονής Βατοπεδίου  και το εκκλησάκι της Παναγίας, αφού διαβήκαμε την ξύλινη γέφυρα.

 

Φωτογραφίσαμε, κεραστήκαμε και το παραδοσιακό λουκουμάκι και φύγαμε για ένα άλλο σημείο του υδροβιότοπου, όπου επίσης παρατηρήσαμε από τηλεσκόπιο φοινικόπτερα, πελεκάνους, τσικνιάδες και άλλα είδη πτηνών στο βάθος.

Τα κανάλια κοντά μας ήταν καλυμμένα με δίχτυα, ώστε να μην τρώνε τα εγκλωβισμένα σε αυτά ψάρια τα πουλιά.

Μετά την ενδιαφέρουσα επίσκεψη στον χώρο της λίμνης Βιστωνίδας έφυγαν και οι τουρίστες για τα Πομακοχώρια, στα οποία έγινε μια πρώτη στάση στη Σμίνθη, για καφέ, τουαλέτα, κάποιο σνακ.  Περάσαμε από το κεφαλοχώρι, τον Εχίνο, και κατευθυνθήκαμε στις Κάτω Θέρμες, όπου, μεσημέρι πια, γευματίσαμε στην ταβέρνα που είχαμε κλείσει. Στο χωριό αυτό υπάρχουν ιαματικά λουτρά, μικρής έκτασης, στα οποία κάποιοι από εμάς έκαναν ένα σύντομο μπανάκι.

Φεύγοντας από εκεί, την ώρα που κατέφθαναν και οι πεζοπόροι για το γεύμα τους, πήγαμε στο σημείο όπου βρίσκεται η περίφημη Βραχογραφία του Μίθρα ταυροκτόνου, το ανάγλυφο το σκαλισμένο σε έναν μαλακό βράχο της περιοχής, σημάδι της λατρείας του ανατολίτη θεού σε εκείνα τα ορεινά μέρη. Λίγο δύσκολο το ανέβασμα, αλλά μοναδική η εμπειρία της ανακάλυψης ενός τέτοιου «μνημείου» σε ένα απομακρυσμένο μέρος… Εδώ κοντά στον βράχο και την πηγή λατρευόταν κάποτε ένας θεός, που ενσάρκωνε τον ήλιο και το φως της ζωής… Χρονολογείται στον 2ο ή 3ο αι. μ.Χ. το ανάγλυφο αυτό.

Οι τουρίστες κατεβαίνοντας προς την Ξάνθη έκαναν μια στάση στη Μύκη, για μια βόλτα στα δρομάκια κι αυτού του χωριού, όπου είχαμε την ευκαιρία να βγάλουμε και φωτογραφίες με τους κατοίκους, να συζητήσουμε επίσης μαζί τους και να κάνουμε και κάποιες αγορές…

Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας, ξεκουραστήκαμε λίγο και το απόγευμα φύγαμε πάλι για την Παλιά Πόλη της Ξάνθης, όπου μας περίμεναν στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, το «κόσμημα της πόλης», για ξενάγηση, μοναδική ομολογουμένως, αφού ο κύριος που την ανέλαβε υπήρξε συνοπτικός και γλαφυρότατος, όσον αφορά την ιστορία της πόλης. Περιηγηθήκαμε σε όλους τους χώρους του δίδυμου Αρχοντικού, όπου στεγάζεται το Μουσείο, ως και έξω στην αυλή, όπου βρίσκονται δύο χαμάμ, στα υπόγεια, παντού …

Το αρχοντικό αυτό ανήκε κάποτε στον καπνέμπορο Κουγιουμτζόγλου και κτίστηκε για τα δυο παιδιά του τη δεκαετία του 1860. Είναι δίδυμες διώροφες κατοικίες με τοιχογραφίες. Διαθέτει έξοχα φωτιστικά, πολλά παράθυρα με καλόσχημες σιδεριές και πρόσοψη που θυμίζει παλάτι.

Φεύγοντας από το μουσείο ολοκληρώσαμε την περιήγησή μας στη γοητευτική «αρχόντισσα», με τα αρχοντόσπιτα των παλιών καπνεμπόρων, τα γραφικά λιθόστρωτα σοκάκια, τις μικρές πλατείες, τα όμορφα σαχνισιά στα σπίτια, τα ξεχωριστά σχολεία, που έχουν στεγαστεί τα περισσότερα σε παραδοσιακά νεοκλασικά αρχοντικά καθώς και οικοδομήματα που συνδυάζουν την τοπική με την οθωμανική αρχιτεκτονική, τις εκκλησιές.

Επιστροφή στον χώρο στάθμευσης δίπλα στον ποταμό Κόσυνθο, στις όχθες του οποίου κάναμε βολτίτσα, περνώντας πάνω κι από τα γεφυράκια του, και πίσω στο ξενοδοχείο για το δείπνο μας, ξεκούραση και ύπνος.

Σάββατο πρωί, 4 Ιανουαρίου, αναχωρήσαμε όλοι για την πρωτεύουσα του νομού Ροδόπης, την Κομοτηνή. Παραμείναμε εκεί για μια ώρα οι πεζοπόροι, για μιάμιση οι τουρίστες, για περιήγηση στην πόλη, καφεδάκι ή κάποιο θερμαντικό ρόφημα, για λίγα ψώνια. Ξεκινήσαμε από την πλατεία μπροστά στο Κεντρικό Ηρώο, την ογκώδη στήλη που φέρει τεράστιο μεταλλικό ομοίωμα ξίφους, τοποθετημένου κατακόρυφα. Δίπλα ακριβώς βρίσκεται ο Δημοτικός Κήπος, στο νότιο άκρο του οποίου βλέπει κανείς το παρεκκλήσι της πολιούχου της πόλης Αγ. Παρασκευής.

Προχωρήσαμε στα δρομάκια της πόλης, προς το κέντρο, ανακαλύπτοντας τον Πύργο του Ωρολογίου, που χτίστηκε το 1884, την εποχή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Πίσω από αυτόν υψώνεται ο μιναρές του τεμένους Γενί Τζαμί, στο προαύλιο του οποίου στεγάζεται η θρησκευτική αρχή των μουσουλμάνων της Ροδόπης, η Μουφτεία Κομοτηνής.

Το πιο παλιό τζαμί της πόλης, το Εσκί Τζαμί, χτισμένο μεταξύ 1371 -1383, ορθώνεται στη μικρή πλατεία του Αρχιμανδρίτη Χρύσανθου, απέναντι από το Δημοτικό Ωδείο. Στη Ν.Δ. πλευρά του συγκροτήματος του Ωρολογίου βρίσκεται η πεζοδρομημένη εμπορική οδός Ερμού, ενώ κοντά της, στην παραδοσιακή πλατεία Ηφαίστου, είναι συνωστισμένα τα περίφημα « τενεκετζίδικα », που δίνουν ένα μοναδικό χρώμα στην αγορά της πόλης που απλώνεται ολόγυρα. Κι εδώ, όπως και στην Ξάνθη εξάλλου το Σάββατο, γίνεται ονομαστό παζάρι κάθε Τρίτη, από τα καλύτερα της Θράκης.

Λίγο πιο πέρα βρίσκεται και το Πτωχοκομείο ( Ιμαρέτ ) της Κομοτηνής, ένα αξιόλογο κτίσμα με ιστορική και αρχιτεκτονική αξία, το οποίο λειτουργούσε μέχρι το 1913. Κτίστηκε το 1370-1380 με τη βυζαντινή τεχνική της πλινθοπερίκλειστης τοιχοδομίας, στο σημείο όπου υπήρχε, πριν την κατάκτηση της πόλης από τον πορθητή της Γαζί Μπέη, το 1363, ναός της Αγ. Σοφίας, τμήματα του οποίου ενσωματώθηκαν στο νέο κτήριο. Σήμερα στεγάζεται εδώ το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Κομοτηνής. Εντύπωση μας έκαναν τα αρχοντικά της Κομοτηνής, που αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της οικονομικής αλλά και πνευματικής ανάπτυξης των Ελλήνων της πόλης κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας. Χτίστηκαν από τα μέσα του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ού αι.. Σε κάποια από αυτά στεγάζονται σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο του Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής, ο Σύλλογος Σαρακατσάνων και η Δημοτική Βιβλιοθήκη. Ενδιαφέρον στοιχείο όσον αφορά τα μουσεία της Κομοτηνής αποτελεί το ότι εδώ υπάρχει το μοναδικό στο είδος του Μουσείο Καλαθοπλεκτικής των Ρωμά, με εκθέματα- δημιουργίες των Πομάκων της Ροδόπης, των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου, αλλά και της Ανατολικής και Βόρειας Θράκης.

Φύγαμε με τα χέρια λίγο ως πολύ γεμάτα με τις λιχουδιές της Κομοτηνής, σουτζούκ-λουκούμ, στραγάλια και άλλα, έχοντας κάνει την περιδιάβασή μας σε πολλά από τα μικρά και πλακόστρωτα δρομάκια, με πέργκολες αρκετά από αυτά και περνώντας από την όμορφα και χριστουγεννιάτικα διακοσμημένη Πλατεία Ειρήνης, την κεντρική πλατεία της πόλης.

Η ομάδα των πεζοπόρων έφυγε νωρίτερα από την Κομοτηνή για το Δάσος της Δαδιάς και λίγο αργότερα το πούλμαν με τους τουρίστες.

Φτάνοντας στο Εθνικό πάρκο οι πεζοπόροι περπάτησαν  το κυκλικό μονοπάτι μέσα στο όμορφο δάσος που φτάνει μέχρι το παρατηρητήριο των αρπακτικών πτηνών. Το Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς είναι προστατευόμενη δασική έκταση 428 τετραγωνικά χιλιόμετρα και έχει σημαντική αξία λόγω του μεγάλου αριθμού αρπακτικών πτηνών που φιλοξενεί. Περιλαμβάνει χαμηλά βουνά, με δάση, ξέφωτα και βραχώδεις σχηματισμούς, που εκτείνονται ανάμεσα στα χωριά Δαδιά, Γιαννούλη, Κοτρωνιά και Λευκίμη. Η περιοχή κηρύχθηκε προστατευόμενη το 1980 και από το 2006, το δάσος Δαδιάς έχει χαρακτηριστεί εθνικό Πάρκο. Οι πεζοπόροι αφού έφτασαν στο λόφο της Γκίμπρενας παρατήρησαν με τα κιάλια κάποια αρπακτικά πουλιά και αφού  τους έγινε κάποια ενημέρωση επέστρεψαν στο κέντρο και είδαν  και το σχετικό βίντεο.

Οι τουρίστες ήρθαμε  στη Δαδιά λίγο αργότερα αφού περάσαμε απ΄έξω από την Αλεξανδρούπολη, τις Φέρες ( μεσαιωνική Βήρα ) με την περίφημη μονή Κοσμοσώτειρας, που ιδρύθηκε το 1152 από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό και διαθέτει αξιόλογες τοιχογραφίες, και πολύ γρήγορα φτάσαμε στο γραφικό χωριό Δαδιά και σε λίγο στο Κέντρο Ενημέρωσης και στο φημισμένο δάσος της Δαδιάς.

Πρόκειται για ένα κατάφυτο, καταπράσινο και εντυπωσιακό δάσος, που γοητεύει όσους βρεθούν στα μονοπάτια του, τα περιτριγυρισμένα από πεύκα ( συναντούμε εδώ την τραχεία και τη μαύρη πεύκη ), από δρυς και άλλα πλατύφυλλα, που οδηγούν σε μαγευτικές πλαγιές. Απλώνεται ατίθασα, στο μέσο του νομού Έβρου, σε μια σειρά από υψώματα στις απολήξεις της Ροδόπης, γνωστών ως « Βουνά του Έβρου ». Βρίσκεται κοντά στον ανατολικότερο μεταναστευτικό διάδρομο πολλών ειδών ορνιθοπανίδας. Εκείνο που κάνει το δάσος της Δαδιάς να ξεχωρίζει και να θεωρείται μοναδικό είναι τα αρπακτικά πουλιά, ανάμεσα στα οποία και ο μαυρόγυπας, το επίσημα προστατευόμενο είδος και το έμβλημα του βιοτόπου.

Στην περιοχή φωλιάζει ακόμα ο θαλασσαετός, το πιο σπάνιο αρπακτικό της Ελλάδας, όπως και ο βασιλαετός. Το δάσος αποτελεί επίσης καταφύγιο για πολλά θηλαστικά, ερπετά και αμφίβια. 

Μαγευτικό το τοπίο ολόγυρα, άνετη η διαδρομή ως το Κέντρο, ενδιαφέρουσα η προβολή που έγινε, ωραίο και το πωλητήριο, που αρκετοί από εμάς επισκέφτηκαν, αγοράζοντας ένα καπελάκι, μπλουζάκι ή κάποιο άλλο ενθύμιο.

Οι τουρίστες μπήκαν σε 3 ομάδες στα μικρά πουλμανάκια και ανηφόρισαν προς το Παρατηρητήριο στον λόφο Γκίμπρενα. Φτάνοντας στο παρατηρητήριο πουλιών σταθήκαμε πολύ τυχεροί, γιατί με τα τηλεσκόπια της  WWF παρατηρήσαμε στον απέναντι  λόφο πάνω σε μια βελανιδιά ένα χρυσαετό και ένα θαλασσαετό στο ξέφωτο.

Έξω από το παρατηρητήριο μας ενημέρωσε η υπεύθυνη και κατηφορίσαμε πάλι με τα πουλμανάκια ως το Κέντρο. Φύγαμε έπειτα με το πούλμαν μας για το Σουφλί, την « Πόλη του Μεταξιού ». Κάποτε καλλιεργούνταν στην περιοχή του Σουφλίου  πάρα πολλές μουριές, οι οποίες αποτελούσαν και τη μόνη τροφή του μεταξοσκώληκα.

Η παραγωγή μεταξιού και οι εξαγωγές όμως μειώθηκαν με την ανακάλυψη της τεχνητής μεταξωτής ίνας. Έτσι πολλές οικοτεχνίες παραγωγής μεταξιού σταμάτησαν να λειτουργούν. Υπάρχουν όμως ακόμα  μερικές βιοτεχνίες και πολλά καταστήματα που εμπορεύονται μεταξωτά είδη.

Στο Σουφλί επισκεφθήκαμε κάποιοι το Μουσείο Μετάξης Τσιακίρη και άλλοι το αντίστοιχο  Μουσείο του Πολιτιστικού Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς. Το τελευταίο στεγάζεται σε ένα πολύ όμορφο αρχοντικό και επίσης διαθέτει, όπως και το πρώτο, πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα, αίθουσα προβολής, όπου ενημερωθήκαμε για τη σηροτροφία και τον τρόπο επεξεργασίας των ινών του μεταξιού και πωλητήριο μεταξωτών ειδών, τα οποία … τιμήσαμε δεόντως.

Επιβιβαστήκαμε και οι δύο ομάδες στα πούλμαν και αναχωρήσαμε για το Διδυμότειχο. Ονομάστηκε έτσι από τα διπλά τείχη του κάστρου Καλέ, σύμφωνα με μια εκδοχή, ενώ μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι δόθηκε αυτό το όνομα λόγω των δύο αντικριστών οχυρωμένων πόλεων, της μίας στο σημερινό Καλέ και της άλλης στον απέναντι λόφο της Αγίας Πέτρας.

Οι ξεναγοί μας μας περίμεναν και μας οδήγησαν μέσα από μικρά πλακόστρωτα δρομάκια, περνώντας μπροστά από τη Δημοτική Πινακοθήκη Ναλμπάντη,  στο Βυζαντινό Κάστρο, από τα πιο σημαντικά κάστρα των Βαλκανίων, που δεσπόζει πάνω στον χαμηλό σχετικά λόφο, με την παλιά πόλη Καλέ ή Κάστρο και με το περίφημο Ρολόι, μπροστά στην είσοδό του, που χάρισε στο Διδυμότειχο ο Σουηδός βασιλιάς κάποτε. Ήταν ξύλινος αρχικά και ξανακτίστηκε το 1869 με πέτρα, μετά από την πυρκαγιά του 1854. Σώζονται ακόμα τα δεσμωτήρια, όπου είχε φυλακιστεί ο Σουηδός Κάρολος ΙΒ΄ το 1713 από τους Οθωμανούς.

Από ψηλά βλέπαμε τον Ερυθροπόταμο, που κάποτε ήταν πλωτός ποταμός και χρησίμευε για τις μεταφορές εμπορευμάτων και ανθρώπων. Επισκεφθήκαμε και τις εκκλησίες του Κάστρου, την Αγία Αικατερίνη, της εποχής των Παλαιολόγων, και τον ναό του Σωτήρος Χριστού, από το 1848, μέσα στον οποίο σώζονται δυο βυζαντινές εικόνες του 14ου αι.

Κατεβήκαμε έπειτα, μαζί με τους φίλους ξεναγούς μας, στην πλατεία, όπου βρίσκεται το Τέμενος του Βαγιαζήτ ( Μεχμέτ Α΄). Το τζαμί αυτό θεωρείται ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή οθωμανικά τεμένη στην Ευρώπη και εγκαινιάστηκε το 1420.

Άλλοι είχαν παραμείνει στο χωριό κάνοντας βόλτες ή για καφεδάκι ή κάποιο σνακ μέχρι την ώρα της αναχώρησης.

Την ώρα εκείνη του δειλινού, καθώς έπεφτε το φως της μέρας και άναβαν οι προβολείς του Κάστρου, μας προσφερόταν από μακριά μια ωραία εικόνα του φρουρού του παραμεθόριου πολύπαθου χωριού, με τους 24 κυκλικούς του πύργους να ξεχωρίζουν κατά διαστήματα. Ανάμεσά τους και ο Πύργος της Βασιλοπούλας.

Μια στάση ¾ της ώρας στην απογευματινή Αλεξανδρούπολη (Δεδέ Αγάτς παλιότερα, που σημαίνει « δέντρο του παππού»), κοντά στον ονομαστό Φάρο, μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, για καφέ, κάποιο μεζέ, ένα ποτό, βόλτες στη στολισμένα με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια της πόλης, φωτογραφίες και επιστροφή στο ξενοδοχείο μας για δείπνο.

Κυριακή, 5 Ιανουαρίου:

Μετά το πρωινό μας πήραμε τον δρόμο όλοι μαζί για τα Άβδηρα και το Αρχαιολογικό Μουσείο.

Ξεναγηθήκαμε σε δυο ομάδες πρώτα στις αίθουσες του ισογείου, όπου ο επισκέπτης ενημερώνεται για την ιστορία και τη μυθολογία του τόπου, σημαντικές μορφές που κατάγονται από τα Άβδηρα, καθώς και τους οικιστές Κλαζομένιους και Τήιους, οι οποίοι ίδρυσαν στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. και μέσα στον 6ο αι. επίσης την αποικία των Αβδήρων. Η πόλη γρήγορα ισχυροποιήθηκε και άκμασε. Μετά τη συρρίκνωσή της στα ρωμαϊκά χρόνια, περιορίστηκε τη ζωή της ως Πολύστυλον στον λόφο της αρχαίας ακρόπολης.

Στην ενότητα του δημόσιου βίου πήραμε πληροφορίες για τη θρησκευτική ζωή των Αβδηριτών, το πολίτευμά τους και τη νομισματοκοπία τους. Όσον αφορά τον ιδιωτικό τους βίο, τα αγγεία, τα εργαλεία, τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τα κοσμήματα και άλλα εκθέματα μας επέτρεψαν να συμπεράνουμε ότι όντως ήταν μια πόλη ακμάζουσα με βιοτεχνίες και εργαστήρια καθώς και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Στην αίθουσα, τέλος, με τα ταφικά μνημεία, εντυπωσιαστήκαμε με το μεγάλο πιθάρι, όπου είχε ταφεί ένας Αβδηρίτης με τα κτερίσματά του, ενώ ολόγυρα υπήρχαν κάποιες επιτύμβιες στήλες, δυο σαρκοφάγοι Κλαζομενιακού τύπου, ταφικά αγγεία και άλλα ευρήματα από τα νεκροταφεία της πόλης. Όλα τα ευρήματα είναι διευθετημένα στις προθήκες, ανεξαρτήτως χρονικής περιόδου. Κι έτσι βλέπει ο επισκέπτης το πινάκιο του του 7ου αι. μ.Χ. δίπλα στο αγγείο του 6ου αι. π.Χ.

Οι πεζοπόροι  στη συνέχεια έφυγαν  για να περπατήσουν στο μονοπάτι των Σιδηροδρομικών  στα στενά του Νέστου. Η διάσχιση των Στενών του Νέστου από Τοξότες προς τη Σταυρούπολη (και αντίστροφα) αποτελεί μια από τις ωραιότερες πεζοπορικές διαδρομές της Ελλάδας. Από το χωριό Γαλάνη (σε μικρή απόσταση από τους Τοξότες)) ξεκινά ένα παρακλάδι του διεθνούς ορειβατικού μονοπατιού Ε6. Το καλά συντηρημένο μονοπάτι στην αρχή του είναι πετρόχτιστο, φτιαγμένο από τους εργάτες που εργάζονταν για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής.

Ακολουθεί την ανατολική όχθη του Νέστου περνά από το Κρωμνικό, τα Λιβερά και καταλήγει στη Σταυρούπολη. Η όλη πεζοπορία στο μονοπάτι  – χωρίς ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας - διαρκεί 7-8 ώρες. Οι πεζοπόροι μας  περπάτησαν περίπου 4 ώρες μέχρι το Κρωμνικό με επιστροφή περνώντας και μέσα από κάποια τούνελ χρησιμοποιώντας φακούς κεφαλής. Πολύ καλός καιρός για Χειμώνα, μέχρι και φίδι συναντήσαμε,  με τα νερά του Νέστου να κυλάνε ήσυχα -ήσυχα  ανάμεσα  από την πλούσια βλάστηση από ιτιές, πλατάνια, κέδρους που αυτή την εποχή το φύλλωμά τους παίρνει χρυσοπράσινα χρώματα. Στη πορεία θα σας συντροφέψουν σπάνια πουλιά όπως ερωδιοί, αετοί και γύπες και θα συναντήσετε δροσερές πηγές και ειδικά διαμορφωμένους χώρους αναψυχής για ξεκούραση.

 Η διαδρομή ξετυλίγεται παράλληλα με τις γραμμές του τρένου  και έχει άγρια ομορφιά. Το τρένο που αυτή την εποχή δεν δουλεύει γιατί γίνονται επισκευές στη γραμμή μπαινοβγαίνει σε δεκάδες τούνελ και κινείται μέσα στη πυκνή βλάστηση δίπλα στο ποτάμι, παίζοντας ένα ατελείωτο παιχνίδι με τα βράχια, τα δέντρα και τις αμμουδιές του Νέστου. Το γεύμα των πεζοπόρων έγινε σε ταβέρνα στους τοξότες και αργά το απόγευμα επέστρεψαν στη Ξάνθη.

Οι τουρίστες ακολουθήσαμε διαφορετικό πρόγραμμα φεύγοντας με το μεγάλο πούλμαν για τη Σταυρούπολη και τον μακεδονικό τάφο, που έχει ανασκαφεί λίγο έξω από το χωριό.

 

Ο φύλακας μας περίμενε και μας είπε λίγα λόγια για την ανασκαφή. Ο τάφος διαθέτει δρόμο και κεντρικό θάλαμο, όπου είχε γίνει η ταφή, ενώ η μαρμάρινη βαριά θύρα του, σώζεται σπασμένη σε ένα σημείο του προθαλάμου. Βρέθηκε συλημένος.

Διαβάσαμε και την αρκετά ενημερωτική  πινακίδα έξω από τον χώρο, φωτογραφίσαμε τον χώρο εσωτερικά και αναχωρήσαμε για το χωριό Άνω Καρυόφυτο, όπου είχαμε κανονίσει να γευματίσουμε. Μικρό και απλό το χωριό, με δυο ταβερνάκια και μια καφετέρια, μας φιλοξένησε για ένα 2ωρο περίπου. Φύγαμε έπειτα για μια επίσκεψη στη Σταυρούπολη.

Λίγο πριν φτάσουμε σταματήσαμε σε μια γέφυρα, κάτω από την οποία κυλούσε ο Νέστος τα ήρεμα σε εκείνο το σημείο νερά του, για φωτογράφιση και λίγο περπάτημα, ώστε να δούμε από κοντά τη φύση. Στη μια όχθη του δυο βαγόνια τρένου μεταμορφωμένα σε στάβλους αλλά και κατοικία των ιδιοκτητών των αλόγων που χρησιμοποιούνται για ιππασία δίπλα στο ποτάμι και ψηλά χτισμένη αμφιθεατρικά, μέσα στη συννεφιά της μέρας, η αριστοκρατική Σταυρούπολη.

Ανηφορίσαμε το κεντρικό πλακόστρωτο με το πανό που καλωσορίζει τον επισκέπτη και κάναμε μια βόλτα γύρω στα ¾ της ώρας, φτάνοντας αρκετά ψηλά, φωτογραφίζοντας όμορφα αρχοντικά, που έχουν γίνει ξενώνες, ερείπια παλιών σπιτιών, την κεντρική πλατεία με το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ όσοι ήθελαν κάθισαν σε μια καφετέρια για ένα ζεστό καφέ, ένα ρόφημα θερμαντικό ή ένα τοστάκι…

Επιστρέφοντας, όσοι ήθελαν παρέμειναν στην πόλη της Ξάνθης για μια ακόμα βόλτα, με το φως της μέρας τώρα, για φωτογράφιση, για αγορά κάποιων παραδοσιακών γλυκισμάτων από τα περίφημα ζαχαροπλαστεία του κέντρου, κοντά στην πλατεία του Ρολογιού. Σήμα κατατεθέν της πόλης το ρολόι αυτό του 1859!

Η ομάδα αυτή επέστρεψε με τα πόδια στο ξενοδοχείο, όπου οι υπόλοιποι γύρισαν για ξεκούραση από νωρίς. Μας περίμενε, βλέπετε, το γλέντι την ώρα του δείπνου.

Γρήγορα γέμισε η πίστα με τους περίφημους χορευτές του ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΗ, που δεν χάνουν ευκαιρία να αναδεικνύουν και σε αυτόν τον τομέα τις δεξιότητές τους, ακόμα και οι πεζοπόροι, που έδειχναν ακμαιότατοι, παρά την πολύωρη πεζοπορία τους δίπλα στον Νέστο.  Ως τις 12 συνεχίστηκε η διασκέδαση, αλλά έπρεπε και να ξεκουραστούμε …

Δευτέρα, 6 του μήνα, ημέρα των Θεοφανείων, φύγαμε, αφού φορτώσαμε τις αποσκευές μας στα πούλμαν, για την Καβάλα, όπου φτάσαμε την ώρα της ετοιμασίας για την τελετή της ρίψης του Σταυρού στη θάλασσα, την οποία δυστυχώς δεν θα προλαβαίναμε να παρακολουθήσουμε.

Μπαίνοντας στην πόλη, αφήσαμε στα δεξιά το Νοσοκομείο της και κατηφορίζοντας προς το λιμάνι περάσαμε μπροστά από το νεοκλασικό κτήριο-κόσμημα του Δημοτικού Ωδείου, που αποτελεί το αρχαιότερο από τα σπίτια που χτίστηκαν πριν το 1864 στην Καβάλα, μετά την έξοδο του ελληνικού πληθυσμού από τη χερσόνησο της Παναγίας, καθώς και άλλα ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά κτίσματα και μνημεία: στον κεντρικό δρόμο το κτήριο Adolf Wix, Γερμανού βαρώνου και μεγαλεμπόρου, το γειτονικό του σημερινό Δημαρχείο, μικρογραφία ουγγρικού πύργου, χτισμένο από καπνέμπορο κι αυτό, στα 1895, το χάλκινο άγαλμα της Νίκης, μέσα στον Δημοτικό κήπο, μπροστά στο Δημαρχείο, και το Μέγαρο Τόκου, πάλι οικία καπνέμπορου, που σήμερα στεγάζει την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ενώ κάποτε λειτούργησε ως προξενείο και αργότερα δημαρχείο ως το 1937.

Κατεβήκαμε από τα πούλμαν και μια μεγάλη ομάδα ξεκίνησε για τον λόφο της Παναγίας, την παλιά πόλη της Καβάλας. Ψηλά και στα αριστερά μας οι Καμάρες, το αναπόσπαστο κομμάτι της υπέροχης παλιάς πόλης, ένα αξιοθαύμαστο ιστορικό μνημείο, που είναι χτισμένο επάνω στα ίχνη του μακρού τείχους του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄Παλαιολόγου. Εκτός του αμυντικού τους ρόλου, οι Καμάρες λειτουργούσαν και ως υδραγωγείο που έφερνε νερό από μια πηγή που βρισκόταν στην απέναντι κορυφή. Ανοικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του βυζαντινού κάστρου γύρω στα 1530. Τότε, στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, πήρε τη σημερινή του μορφή.

Αφού περάσαμε από τον Άγ. Νικόλαο, παλιό τζαμί, πήραμε τον ανήφορο, την κεντρική οδό Θ. Πουλίδη, προς την παλιά πόλη της Καβάλας, στην Παναγία. Περάσαμε την κεντρική Πύλη ( μάλλον το άνοιγμα πλέον στην άσφαλτο, μετά το γκρέμισμα του τμήματος εκείνου ) του εξωτερικού περιβόλου των τειχών του 15ου αι., αφήσαμε στο αριστερό χέρι το περίφημο Ιμαρέτ, ιεροδιδασκαλείο και πτωχοκομείο, ξενοδοχείο σήμερα πια και διατηρητέο μνημείο, όπου όμως επιτρέπονται επισκέψεις οργανωμένες για το κοινό. Υπέροχο ισλαμικό κομψοτέχνημα με σπάνια ομορφιά χτίστηκε από τον Μεχμέτ Αλή το 1817.

Αφήσαμε στα δεξιά μας τα κρατητήρια της Βουλγαρικής Οχράνα, οικία Τούρκου καπνεμπόρου από τις αρχές του 20ού αι., Γυμνάσιο σήμερα και παλιά Εμπορική Σχολή, προχωρήσαμε μέσα από τα πλακόστρωτα στενάκια, παρατηρώντας την αρχιτεκτονική των παλιών σπιτιών, φωτογραφίζοντας, και φτάσαμε στο Τζαμί του Χουσείν Μπέη ή της Μουσικής. Σε ένα χαμηλότερο επίπεδο μπορεί κανείς να δει ίχνη της πρώιμης βυζαντινής κατοίκησης πάνω στο λόφο, τότε που η Καβάλα λεγόταν Χριστούπολη ( ακόμα πιο παλιά την έλεγαν Νεάπολη ).

Συνεχίζοντας φτάσαμε στην κορυφή του λόφου, περνώντας και τον εσωτερικό περίβολο των τειχών, και μπήκαμε μέσα στο επιβλητικό Φρούριο. Το Κάστρο προσφέρει ωραία θέα προς το λιμάνι αλλά και προς τη Θάσο απέναντι, για να μην ξεχνάμε και τους αρχαίους οικιστές αυτής της πόλης... Η ακρόπολη που βλέπουμε σήμερα κατασκευάστηκε από τους Οθωμανούς πάνω στα ερείπια βυζαντινού κάστρου και χτίστηκε σε 2 φάσεις, το 1425 και το 1530.

 

Όσοι ήθελαν ανέβηκαν στον καλά διατηρημένο κυλινδρικό Πύργο, στη βορινή πλευρά και από εκεί είχαν θέα πανοραμική προς το λιμάνι και όλη την αμφιθεατρικά χτισμένη πολιτεία της Καβάλας. Ανιχνεύοντας τον χώρο προχωρήσαμε προς το φυλάκιο στο βάθος, την ερειπωμένη πια δεξαμενή, την αποθήκη πυρομαχικών, και ανεβήκαμε πάνω στις επάλξεις, για να δούμε και από εκεί τη θέα προς την πόλη. Επειδή το κάστρο έπαψε να λειτουργεί αμυντικά κάποια στιγμή, από το 1700 και πέρα, υπήρξε φυλακή. Στο χαμηλότερο επίπεδο της ακρόπολης υπάρχει και ένα θεατράκι, όπου λαμβάνουν χώρα πολλές εκδηλώσεις στη διάρκεια του καλοκαιριού.

Κατηφορίζοντας προς τη « μύτη » της χερσονήσου βρεθήκαμε στο κονάκι του Μεχμέτ Αλή, στην ομώνυμη πλατεία με τον μπρούτζινο ανδριάντα του. Σήμερα το σπίτι του, κτίσμα του τέλους του 18ου αι, στην ομώνυμη πλατεία με τον μπρούντζινο έφιππο ανδριάντα του, διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και λειτουργεί ως μουσείο. Ο ιδρυτής της τελευταίας αιγυπτιακής δυναστείας λάτρεψε και ευεργέτησε σημαντικά τη γενέθλια πόλη του. Δίπλα η εκκλησία της Παναγίας σε θέση περίοπτη στον λόφο, με τη μαγευτικότερη θέα, από την οποία πήρε και την ονομασία του ο βραχώδης λόφος της παλιάς πόλης.

Αφήσαμε την όμορφη πόλη, που κάποτε γνώρισε μεγάλη άνθηση λόγω του εμπορίου του καπνού, ( « Μέκκα του καπνού » την έλεγαν ) εποχή μάλιστα από την οποία σήμερα απομένουν αρκετά μνημεία-καπναποθήκες, κάποια από τις οποίες φιλοξενεί και το Μουσείο Καπνού. Στα καφέ και τα ουζερί της κεντρικής Πλατείας Ελευθερίας, της παραλιακής και των πεζόδρομων παρέμειναν κάποιοι φίλοι μας για καφέ, ένα θερμαντικό ρόφημα ή κάποιο σνακ. Πολλοί ήταν κι αυτοί που τίμησαν το παραδοσιακό σαλέπι από τον σαλεπιτζή στην παραλία.

Η Νικήσιανη μας περίμενε στη συνέχεια, το χωριό του νομού Καβάλας, όπου θα παρακολουθούσαμε το έθιμο των « Αράπηδων », που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο την ημέρα των Φώτων πλέον, ενώ παλιότερα η τελετή γινόταν τη μέρα του Αϊ-Γιάννη. Θεωρείται κατάλοιπο της Διονυσιακής λατρείας και των καλενταριών, που στην αρχαιότητα τελούνταν στην αρχή μιας περιόδου.

Οι « Αράπ΄δις », όπως τους λένε εδώ, φορούν στη μέση τα τσάνια, τα βαριά κουδούνια, και γυρίζουν στους δρόμους, ντυμένοι με μαύρες προβιές ζώων. Η ράχη παραγεμίζεται με χόρτα, για να σχηματιστεί καμπούρα και στις κνήμες έχουν καλτσούνια. Χαρακτηριστικότερο όλων είναι το κάλυμμα της κεφαλής, η λεγόμενη «μπαρμπούτα», από μαύρο τραγίσιο δέρμα. Κρατούν ξύλινες μαχαίρες, κάνουν το γύρο της κωμόπολης, κραδαίνοντας τις κουδούνες, για να διώξουν τα κακά πνεύματα. Στην πλατεία τελικά μονομαχούν δυο Αράπηδες και ο ένας από αυτούς πέφτει νεκρός, συμβολίζοντας το θάνατο του Διόνυσου από τους Τιτάνες, που σε λίγο ανασταίνεται από τον Δία. Κατ΄ άλλους συμβολίζεται η ζωή με τον θάνατο και την ανάσταση.

Ένας πανζουρλισμός στην πλατεία, όπου ο Πολιτιστικός Σύλλογος Νικήσιανης κερνούσε κρασάκι, τσιπουράκι και παραδοσιακούς λαχανοντολμάδες, ενώ όποιος ήθελε μπορούσε να αγοράσει σουβλάκια σε καλαμάκια.

Παρακολουθήσαμε τον ερχομό και την παρέλαση καμιά 30ριά Αράπηδων, φωτογραφηθήκαμε μαζί τους, και αποχωρήσαμε κάπως ευχαριστημένοι, γιατί περισσότερο δεν μπορούσαμε να παραμείνουμε, ώστε να παρακολουθήσουμε και την ολοκλήρωση της τελετουργικής διαδικασίας. Είχαμε, εξάλλου, και την ανησυχία λόγω της αλλαγής του καιρού…

Η διαδρομή μας ήταν αρκετή ως τη Νίκαια, αλλά με δυο – τρεις στάσεις για ξεκούραση, τουαλέτα, καφεδάκι ή κάτι άλλο, πέρασε η ώρα και αργά το βράδυ φτάσαμε σπίτι μας με τις « αποσκευές » μας γεμάτες, τις μπαταρίες μας φορτισμένες ως την επόμενη μεγάλη εξόρμηση.