Ξεκινήσαμε με το πούλμαν από τη Νίκαια, στις 2 το μεσημέρι, για το λιμάνι του Πειραιά παίρνοντας πρώτα κι από το μετρό Αιγάλεω κάποιους φίλους μας. Συναντηθήκαμε και με όσους βρίσκονταν ήδη στον Πειραιά και μπήκαμε στο πλοίο για Σίφνο. Μετά από ένα σχετικά ήσυχο ταξίδι, λόγω των 5-6 μποφόρ, φτάσαμε κατά τις 7:30 μ.μ. στις Καμάρες, όπου μας υποδέχτηκαν ο ξενοδόχος μας, ο κ. Ανδρέας και το πούλμαν που θα μας έκανε την περιήγηση στο νησί. Στον Πλατύ Γιαλό μοιραστήκαμε σε 2 ξενοδοχεία, τακτοποιηθήκαμε , φρεσκαριστήκαμε και συγκεντρωθήκαμε για το δείπνο σε ένα από αυτά. Πήγαμε για ύπνο, αφού κάναμε μια μικρή βόλτα στην πλατιά παραλία με την παχιά την άμμο.

Την επόμενη ημέρα, μετά το πρωινό μας, οι πεζοπόροι ( 17 συνολικά ) ξεκίνησαν από τον Πλατύ Γιαλό τη διαδρομή προς το Βαθύ, ενώ οι « τουρίστες » μπήκαν στο πούλμαν και πήραν το δρόμο για τη μυκηναϊκή ακρόπολη του Αγ. Ανδρέα. Όσοι ήθελαν επισκέφθηκαν το Μουσείο με τα εκθέματα από τις διάφορες εποχές κατοίκησης του χώρου αυτού που το 2012 βραβεύτηκε ως εξαιρετικό δείγμα ανάδειξης και προβολής αρχαιολογικών ευρημάτων από την Europa Nostra. Εντύπωση δημιουργούν τα καλοδιατηρημένα « κυκλώπεια » τείχη πάνω στο λόφο, όπου χτίστηκε το 1701 η εκκλησία του Αγ. Ανδρέα. Στη συνέχεια επισκέφθηκαν την Παναγιά Βρυσιανή, όπου στεγάζεται το Μουσείο Εκκλησιαστικής τέχνης και κατέληξαν στο Βαθύ για μπάνιο και γεύμα σε κάποιο από τα δροσερά μαγαζάκια κάτω από τα αρμυρίκια . Μεγάλη και φιλόξενη η παραλία του, από τις μεγαλύτερες αμμουδερές παραλίες του νησιού, γραφικό το λιμανάκι με την εκκλησία των Ταξιαρχών στο κέντρο της.

Σε αυτή την παραλία καταλήξαμε και οι πεζοπόροι μετά από 4ωρη πεζοπορία σε τραχύ και βραχώδες, ως επί το πλείστον,  τοπίο, με κέδρους, ελιές και χαμηλή βλάστηση. Οδηγός -συνοδός μας ο κ. Νίκος, ο οποίος μας ξενάγησε στα πιο ενδιαφέροντα σημεία της διαδρομής, όπως στις κτιριακές εγκαταστάσεις ενός παλιού τσιφλικιού, ενός αγγειοπλαστείου δίπλα στη θάλασσα, στο κάτασπρο εκκλησάκι του Αϊ-Γιωργιού, στον όρμο της Φυκιάδας. Σε κάποιες από αυτές τις στάσεις αγναντέψαμε στον ορίζοντα και τα γύρω κυκλαδονήσια, όπως η Κίμωλος, η Μήλος στα νοτιοδυτικά και  η Αντίπαρος, η Πάρος, η Νάξος στα ανατολικά.

Γύρω στις 4 το απόγευμα, φύγαμε όλοι « χορτάτοι » κυριολεκτικά και μεταφορικά από το Βαθύ για τον Πλατύ Γιαλό, όπου ξεκουραστήκαμε, ήπιαμε το καφεδάκι μας αγναντεύοντας το πέλαγος, κάναμε κι ένα απογευματινό μπανάκι, περιμένοντας να έρθει η ώρα για το βραδινό γλέντι στο ξενοδοχείο.

Στις 9 συγκεντρωθήκαμε πάλι και δειπνήσαμε με τη συνοδεία παραδοσιακής μουσικής και τραγουδιών από 2 ντόπιους μουσικούς, ένα βιολιτζή και ένα λαουτιέρη. Χορέψαμε ως αργά, φάγαμε και την παραδοσιακή μελόπιτα ως επιδόρπιο και πήγαμε για ύπνο ικανοποιημένοι από τη « γεμάτη » μέρα μας.

Κυριακή πρωί, της Πεντηκοστής, μετά το πρωινό μας, που και τις 3 μέρες περιελάμβανε και φρέσκα ντόπια προϊόντα, όπως η ξινομυζήθρα, τα κουλουράκια με γλυκάνισο, το ντόπιο μέλι, ξεκινήσαμε για την Απολλωνία, την όμορφη πρωτεύουσα του νησιού ( μετά το 1836 ), από όπου οι πεζοπόροι  ξεκίνησαν μια 4ωρη συνολικά διαδρομή μέσω του Κάτω Πεταλιού και του Κάστρου ως το Φάρο και τη Χρυσοπηγή.

Οι υπόλοιποι αρχίζοντας την περιδιάβασή μας από την πλατεία Ηρώου με το Λαογραφικό Μουσείο παραμείναμε εδώ για 1 ώρα, περπατώντας στα στενά πλακόστρωτα σοκάκια με τα όμορφα ασβεστωμένα σπιτάκια, τα χτισμένα με την παραδοσιακή κυκλαδ.  αρχιτεκτονική, με τις πολλές ραμπόσκαλες, τις εκκλησιές, όπως η Παναγία Ουρανοφόρος ή Γερανιοφόρα. Μόλις ξυπνούσε η χαριτωμένη πολιτεία και τα μαγαζάκια της άνοιγαν δειλά-δειλά.

 Ανηφορίσαμε ως τον Άγ. Ιωάννη του Άνω Πεταλιού, όπου μετά τη λειτουργία μοίραζαν φύλλα καρυδιάς στους πιστούς, κατά το έθιμο της μέρας, εντοπίσαμε επιστρέφοντας και τα μαγαζάκια, ζαχαροπλαστεία, ταβερνάκια ή και μπαρ που θα επισκεπτόμασταν κατά τη βραδινή μας επίσκεψη και φύγαμε για τον Αρτεμώνα.

Εδώ περιηγηθήκαμε στα όμορφα στενά με τα πολλά αρχοντόσπιτα με τις λουλουδιασμένες αυλές, περπατώντας στα πλακόστρωτα γραφικά σοκάκια, ξεκινώντας από την πλατεία με την παλιά εκκλησία του Αγ. Κων/νου. Συναντήσαμε το Δημοτικό σχολείο με το άγαλμα του λογοτέχνη Ι. Γρυπάρη στην αυλή του, το πατρικό του σπίτι λίγο ψηλότερα, την πλατεία με την προτομή του Νικ. Χρυσόγελου, Σιφνιού διδασκάλου του Γένους. Επισκεφθήκαμε κάποιες μικρές εκκλησιές, όπως η Παναγιά της Άμμου με τη σπάνια εικόνα της « Παναγιάς μοναχής » (χωρίς το θείο βρέφος, δηλαδή), η Παναγιά της Κόχης με την εντυπωσιακή διακόσμηση χωρίς αγιογραφίες εσωτερικά και τον όμορφο ξύλινο « γυναικωνίτη ». Γυρίσαμε στο πούλμαν λίγο πιο «βαριοί », μια και αγοράσαμε παραδοσιακά αμυγδαλωτά, σιφνέικα κουλουράκια, μπισκότα κ.ά. από τα 3 ονομαστά ζαχαροπλαστεία του Αρτεμώνα.

Σειρά είχε τώρα το Κάστρο, στο μεσαιωνικό οικισμό του οποίου επίσης παραμείναμε για 1 ώρα, κάνοντας το γύρο του, περνώντας από τις λόζιες και τα γραφικά σοκάκια με αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων κτισμάτων ενταγμένα στα σύγχρονα σπίτια με τα παλιά οικόσημα. Είδαμε το μαρμάρινο λευκό αρχαίο τείχος («λευκόφρυδη» την έλεγαν γι΄αυτό την αρχαία ακρόπολη ), ανάγλυφες ρωμαϊκές σαρκοφάγους  στα στενά και τη γραφική Εφταμάρτυρο πάνω στο βράχο στα ανατολικά του Κάστρου. Απολαύσαμε τη θέα από ψηλά και επιστρέψαμε στο χώρο στάθμευσης, απέναντι από το Παλιό Δημοτικό Σχολείο, όπου το καλοκαίρι φιλοξενούνται εκθέσεις.

Φύγαμε για τη Χρυσοπηγή, το παλιό μοναστήρι –σήμα κατατεθέν της Σίφνου - που συνδέεται και με το όνομα του λογοτέχνη Αριστομένη Προβελέγγιου. Κολυμπήσαμε στη γειτονική παραλία του Αποκοφτού. Εδώ μάλιστα συναντηθήκαμε και με τους πεζοπόρους μας, 3 από τους οποίους συνέχισαν με τα πόδια ως τον Πλατύ Γιαλό, όπου και κολύμπησαν.

Είχαν και αυτοί επισκεφθεί το Κάστρο στο δρόμο τους και πέρασαν από την όμορφη παραλία του Φάρου. Στο δρόμο προς Χρυσοπηγή μπόρεσαν να δουν και τις εγκαταστάσεις από τα παλιά μεταλλεία.

Παραδοσιακή ρεβιθάδα ψημένη σε ξυλόφουρνο μας περίμενε το μεσημέρι και γι΄αυτό φροντίσαμε να μην αργήσουμε. Στις 3 λοιπόν απολαμβάναμε το φαγητό μας, που συνοδευόταν με ελιές, κρασί και κρεμμύδι ξερό Σίφνου αλλά και ... γλαφυρή περιγραφή της παρασκευής του από έναν Σιφνιό παππού, που μας επιδείκνυε παράλληλα και το κατάλληλο σκεύος για το ψήσιμο.

Επιστρέψαμε « φουσκωμένοι » από το 2ο και  3ο -για κάποιους- πιάτο στα δωμάτιά μας για ξεκούραση, γιατί το απόγευμα μας περίμενε μεγάλη εξόρμηση.

Κατά τις 6:30 το απόγευμα ανηφορίσαμε το λόφο του Αγ. Ανδρέα, απ΄ όπου παρακολουθήσαμε το έθιμο των φρυκτωριών, που αναβιώνει εδώ από το 2003. Ανάβουν καπνοί  σε 75 σημεία σε όλο το νησί, όσοι δηλαδή και οι αρχαίοι πύργοι, επιτρέποντας έτσι στον επισκέπτη να φανταστεί με ποιον τρόπο επικοινωνούσαν οι πρόγονοί μας σε κρίσιμες περιπτώσεις. Το νησί, βλέπετε, είχε μεγάλο πλούτο λόγω των πλούσιων ορυχείων χρυσού, αργύρου, μολύβδου και σιδήρου, και πολύ συχνά γινόταν στόχος επιδρομέων. Από εκεί ψηλά η θέα φανταστική προς το Κάστρο, τον Άσπρο Πύργο πάνω από τον Πλατύ Γιαλό, τον Πύργο του Καδέ, το νησάκι της Κιτριανής, με την Παναγιά του 10ου -11ου αι., καθώς και σε άλλα σημεία, από τα οποία υψώνονταν κόκκινοι καπνοί. Ολόγυρα μπορούσες να δεις αρκετά κυκλαδονήσια σε κοντινή ή μακρινή απόσταση.

Κατηφορίσαμε προς την Απολλωνία, όπου περάσαμε την ώρα μας μέχρι τις 11 το βράδυ Κάναμε βόλτες στα στενά δρομάκια, δοκιμάσαμε λιχουδιές στα όμορφα ταβερνάκια, αγοράσαμε παραδοσιακά προϊόντα, παρακολουθήσαμε την εκδήλωση στην πλατεία Ηρώου με χορούς και τραγούδια και είδαμε το ολόγιομο φεγγάρι να βγαίνει πάνω από τα βουνά της Ίου .

Όταν γυρίσαμε στον Πλατύ Γιαλό, κάναμε και νυχτερινό μπάνιο στη «ρότα του φεγγαριού», όσοι θέλαμε, και πήγαμε αργά για ύπνο.Το πρωί της άλλης μέρας μετά το πρωινό μας φορτώσαμε τις αποσκευές μας, αποχαιρετίσαμε τους ξενοδόχους μας και φύγαμε για τα βορειοδυτικά του νησιού. Περάσαμε πάλι απ΄έξω από τον όμορφο Αρτεμώνα, κάτω από την αρχαία ακρόπολη του Αγ. Νικήτα, τα μεταλλεία του Αγ. Σώστη, το Διαβρούχα και το Τρουλλάκι. Λίγο πιο πάνω, κοντά στην περιοχή του Αμπουρδέχτη ( παλιάς δεξαμενής, ομβροδέκτη στα αρχαία ), αφήσαμε τους πεζοπόρους μας να πορευτούν προς τον Άγ. Νικόλαο στα δυτικά και τον κοντινό πύργο και στη συνέχεια να κατηφορίσουν προς τη Χερρόνησο, όπου όλοι οι υπόλοιποι βρισκόμαστε από τις 10 για μπάνιο στο γραφικό λιμανάκι του χωριού με την αμμουδερή παραλία.

Όταν έφτασαν και οι πεζοπόροι, μετά από ένα 2ωρο, κολυμπήσαμε και μαζί τους αρκετά μέσα στο « φιορδ » που δημιουργείται και στη συνέχεια γευματίσαμε στις 2 ταβέρνες της παραλίας. Φάγαμε νόστιμα φαγητά, φρέσκο ψαράκι, σπιτικό γλυκό και φύγαμε για τις Καμάρες στις 3 η ώρα.

Μέχρι να έρθει η ώρα της αναχώρησής μας με το Speedrunner στις 5:45 το απόγευμα, κάναμε τα τελευταία ψώνια, κολυμπήσαμε πάλι κάποιοι  στη « Γαλάζια παραλία » ή απολαύσαμε έναν καφέ ή το παγωτό μας σε κάποια από τις καφετέριες του λιμανιού.

Το ταξίδι της επιστροφής μας εντελώς γαλήνιο τώρα και σύντομο, αφού στις 8:45 βρισκόμασταν ήδη στον Πειραιά.

Εδώ μας παρέλαβε το πούλμαν  και μας έφερε ευχαριστημένους όλους και « με γεμάτες τις μπαταρίες » στη Νίκαια και τους υπόλοιπους στο μετρό του Αιγάλεω.