×

Προειδοποίηση

JFolder: :files: Η διαδρομή δεν καταλήγει σε φάκελο. Διαδρομή: [ROOT]/images/stories/galleries/2013/ekdromi19-25.5.13
×

Σημείωση

There was a problem rendering your image gallery. Please make sure that the folder you are using in the Simple Image Gallery plugin tags exists and contains valid image files. The plugin could not locate the folder:

Του Κυριάκου Κουζούμη

Μέσα μας η επιθυμία για εξόρμηση, η άσβεστη φλόγα για να πατήσουμε ματωμένα, ιστορικά, θρυλικά εδάφη, το ενδιαφέρον για γνώση, πληροφόρηση και μάθηση… Έξω μας μια βαλίτσα, μια ταυτότητα ή ένα διαβατήριο. Και μπροστά μας ένα πούλμαν με μια κόλλα Α4 στο παρμπρίζ του να αναγράφει «Ορειβατικός Σύλλογος Φυσιολάτρης». Η πρώτη καλημέρα μεταξύ των μελών-ταξιδιωτών του ορειβατικού συλλόγου ήχησε στη λεωφόρο της Πέτρου Ράλλη, νωρίς το πρωί της 19ης Μαΐου 2013.

Πήραμε θέσεις και ακούσαμε απ’ τα μεγάφωνα του πούλμαν την ξεναγό, Ρούλα να μας καλωσορίζει στην οδική επταήμερη εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι λοιπόν, αγουροξυπνημένοι αλλά με το χαμόγελο στα χείλη πήραμε την ανηφόρα και χαθήκαμε στην ασφαλτοστρωμένη εθνική οδό. Δεξιά κι αριστερά μας καταπράσινα τοπία, βουνά, αλλά και θάλασσες μας ρουφούσαν τα βλέμματα σαν σφουγγάρια και μας επιβεβαίωναν πως πράγματι η Ελλάδα έχει άφθονες κρυμμένες γωνιές απαράμιλλου κάλλους. Η μία στάση διαδεχόταν την άλλη για καφέ, τσιγάρο, πρόγευμα και τις πρώτες γνωριμίες.

Αργά το απόγευμα η γραφική απομακρυσμένη Κομοτηνή μας περίμενε για να μας φιλοξενήσει ένα βράδυ, να μας ξεκουράσει απ’ το πολύωρο ταξίδι και να μας δείξει τις δικές της ομορφιές: την πλατεία της, τα αγάλματά της, την αγορά της αλλά και τους χαμογελαστούς κατοίκους της…

Το επόμενο πρωί το εγερτήριο σήμανε ακόμα νωρίτερα και όλοι με τις ίδιες αποσκευές στα χέρια επιβιβαστήκαμε στο ίδιο πούλμαν και βάλαμε πρόσω ολοταχώς για τα σύνορα των Κήπων. Διασχίσαμε τη διχοτομημένη γέφυρα του ποταμού Έβρου, μισή γαλανόλευκη και μισή ερυθρόλευκη και στα φανταράκια, τόσο στο Ελληνάκι όσο και στο Τουρκάκι δώσαμε από μια σακούλα πράγματα, ενώ αρκετοί άντρες της παρέας σιγοψιθύριζαν αφηγούμενοι τις δικές τους χακί ιστορίες. Σαν είδαμε τα τουρκικά σύνορα, ξύπνησε μέσα μας μια μελαγχολία και μια πικρία για την άριστη κατάσταση στην οποία αυτά βρίσκονταν και όλοι μας αναρωτηθήκαμε «γιατί τα δικά μας δείχνουν εγκαταλελειμμένα;», ενώ παράλληλα διαβάζαμε στις πινακίδες τα πρώτα τουρκόφωνα καλωσορίσματα.


 Έπειτα, καθώς βαδίζαμε στην εθνική οδό της γείτονα χώρας, διακρίναμε τους πρώτους μιναρέδες και ακούγαμε τα πρώτα τούρκικα λόγια. Επόμενος σταθμός μας ήταν η Ραιδεστός. Μια πόλη στην οποία εδώ και χρόνια έχει εκλείψει παντελώς το ελληνικό στοιχείο και πλέον ακούει στο όνομα Takerdag. Βολτάραμε στους δρόμους γύρω απ’ το εργατικό της λιμάνι και κάναμε στάση για έναν μεζέ, τον πρώτο κεφτέ που όπως θα ήταν αναμενόμενο ήταν φτιαγμένος από αρνί, ενώ στις κουβέντες μας πρωτοστατούσαν οι απορίες «γιατί να υπάρχουν παντού τούρκικες σημαίες; Γιατί να υπάρχει παντού η προτομή ή η φωτογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ;». Έμελε να διαπιστώσουμε από πολύ νωρίς πως οι Τούρκοι διατηρούν ιδιαιτέρως ψηλά το δικό τους εθνικό φρόνημα και κυρίως πως έχουν θεοποιήσει τον Κεμάλ.

Σειρά είχαν τα Θεοδοσιανά Τείχη, χερσαία και θαλάσσια που μας κέντρισαν το βλέμμα και μας επιβεβαίωσαν πως η ιστορία της Πόλης αναπνέει τραυματισμένη στο πέρας του σύγχρονου καιρού. Και σε λίγη ώρα θα φτάναμε στη Βασιλεύουσα! Όμως επειδή τα προγράμματα είναι για να εμπλουτίζονται, η Ρούλα είχε την ιδέα να περάσουμε από το Μπαλουκλί, ώστε να προσκυνήσουμε στην ομώνυμη Παναγιά. Πράγματι σαν άλλες Λωξάντρες, ανάψαμε το κεράκι μας, πήραμε το αγίασμά μας και χαζέψαμε τον μικρό ναό με την επιβλητική εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής.

Έπειτα από αρκετή ώρα φτάσαμε στις όχθες του Βόσπορου και πήραμε το καραβάκι για την απαιτούμενη κρουαζιέρα. Επιβιβαστήκαμε λοιπόν σε ένα πλοιάριο και η Ρούλα άρπαξε το μικρόφωνο για να μας εξηγεί τα αμέτρητα κτήρια που δεσπόζουν στις ορεινές, πευκόφυτες όχθες του θρυλικού στενού. Κτήρια όπως το παλάτι της Ελισάβετ, της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και πολλά άλλα μας άφησαν ενεούς και μας έπεισαν για την ιστορική αλλά και πλουσιοπάροχη αίγλη της Κωνσταντινούπολης. Ενώ σαν περάσαμε κάτω από τις κρεμαστές γέφυρες της Bogazici και της Faith Sultan Mehmed επιβεβαιώσαμε και την άρτια αρχιτεκτονική τεχνογνωσία που φωλιάζει στους σύγχρονους Τούρκους. Ενδιαφέρον έμελε να μας προκαλέσει ο φάρος του Λέανδρου και η ιστορία του. Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική εκδοχή ο πύργος οφείλει την ονομασία του στον μύθο της Ηρούς και του Λέανδρου. Η Ηρώ ήταν ιέρεια της Αφροδίτης η οποία κατοικούσε σε έναν πύργο στην πόλη της Σηστού, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Ο Λέανδρος, ένας νεαρός από την Άβυδο, στην απέναντι όχθη του στενού, την ερωτεύθηκε, και κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο για να είναι μαζί της. Η Ηρώ, άναβε μία λάμπα κάθε νύχτα στην κορυφή του πύργου της, για να τον οδηγεί, και όταν έφθανε ασθμαίνων η ίδια τον υποδεχόταν στην ακτή. Μια χειμωνιάτικη νύχτα όμως η λάμπα έσβησε, ο Λέανδρος έχασε το προσανατολισμό του και πνίγηκε. Η Ηρώ όταν κατάλαβε τι συνέβη, αυτοκτόνησε πηδώντας από τον πύργο. Από τότε μέχρι και σήμερα ο Πύργος λάμπει σαν λυχνάρι καταμεσής της θάλασσας και μαγεύει όλους τους ταξιδιώτες. Η κρουαζιέρα συνεχίστηκε στα βαθυγάλανα νερά του Βόσπορου ανάμεσα σε πολλά άλλα καραβάκια και πλοία και κυρίως πάνω από την πλούσια θαλάσσια πανίδα, μέρος της οποία κάθε μεσημέρι σερβίρεται στα πιάτα των εστιατορίων της περιοχής.

Αργά πια το απόγευμα βρεθήκαμε στην περιοχή του Τοπ Καπί, όπου θα διαμέναμε για τις επόμενες τρεις νύχτες. Μια περιοχή που φημίζεται για τον μουσουλμανικό φανατισμό και η απόδειξη γι’ αυτό ήταν οι άφθονες μαντήλες στα γυναικεία κεφάλια. Το ομώνυμο με αυτό της περιοχής ξενοδοχείο μας ξεκούρασε για λίγες ώρες, μέχρι να πέσει το βραδάκι. Με τη συνοδεία του φεγγαριού βγήκαμε την πρώτη νυχτερινή μας βόλτα στην περιοχή Kumcapi. Πρόκειται για μία άλλη Πλάκα κρυμμένη μέσα στα Τείχη, παραλιακά του Κεράτιου Κόλπου. Οι πρώτες πικάντικες μυρωδιές και τα πρώτα μεθυστικά αρώματα έξυσαν τα ρουθούνια μας. Δίπλα μας τουρίστες απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, μπροστά μας το κεντρικό σιντριβάνι και στο βάθος αμέτρητα ταβερνάκια με καυτερές γεύσεις που προκαλούν τους γερούς ουρανίσκους να τις δοκιμάσουν. Καθίσαμε σε μια απ’ αυτές και πίσω μας η ζωντανή πλανόδια ορχήστρα μας προσέφερε απλόχερα τουρκικά ακούσματα. Ωστόσο αισθανθήκαμε περήφανοι για την ελληνική μουσική, αποσπάσματα της οποίας έχουν διασχίσει τα εγχώρια σύνορά μας και έχουν γίνει διεθνή. Οι νότες απ’ το «Τα παιδιά του Πειραιά» και το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» ήταν τα δώρα εκείνης της μπάντας στους Έλληνες τουρίστες και φυσικά άξιζαν και με το παραπάνω το πουρμπουάρ τους…

Είχε έρθει η ώρα για να δοκιμάσουμε το παραδοσιακό παγωτό καϊμάκι. Σε διάφορες γωνιές υπάρχουν μικρά μαγαζιά που εμπορεύονται το καϊμάκι αλλά το αξιοσημείωτο δεν είναι μόνο το ίδιο το παγωτό, μα η τέχνη του παγωτατζή μέχρι να σ’ το δώσει στο χέρι. Σε ταλαιπωρεί με τα συνεχή παιχνίδια του, σε πειράζει με τα αστεία του, σε κάνει να αγανακτείς, αλλά τελικά η γεύση του παγωτού σε αποζημιώνει…

Η επόμενη ημέρα έκρυβε στα σεντούκια της την επίσκεψή μας στο ναό της Παναγιάς των Βλαχερνών. Πρόκειται για τον ναό στο εσωτερικό του οποίου ψάλθηκε για πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος. Έτσι λοιπόν, ενωμένοι σε μια φωνή όλα τα μέλη της εκδρομής ψάλλαμε τον ίδιο ύμνο, ενώ δεν ήταν λίγοι όσοι σκούπισαν τα δάκρυα στα μάγουλά τους. Δάκρυα συγκίνησης και θρησκευτικής ευλάβειας…

Σειρά είχε το Ορθόδοξο Πατριαρχείο στην περιοχή του Φαναριού. Παρακολουθήσαμε για λίγα λεπτά την λειτουργία στο εσωτερικό του ναού και προσκυνήσαμε τις εικόνες, ενώ το καρφί απ’ τον Σταυρό του Ιησού μας άφησε με ανοιχτό το στόμα και μας ώθησε σε κλάματα. Σαν βγήκαμε, εισπνεύσαμε τον αέρα γαλήνης και ηρεμίας που απέπνεε η ατμόσφαιρα και αποχαιρετήσαμε την Κοιτίδα της Ορθοδοξίας, ενώ ευχηθήκαμε να παραμείνει για πάντα ολοζώντανη, ώστε να κρατά ψηλά το θρησκευτικό φρόνημα της Χριστιανοσύνης...

Η υπομονή είχε φτάσει στο τέρμα της! Θέλαμε πώς και πώς να θαυμάσουμε τα ξακουστά Πριγκιποννήσια. Με το καραβάκι της γραμμής διασχίσαμε τη θάλασσα του Μαρμαρά και αντικρίσαμε από απόσταση την Πρώτη και την Αντιγόνη, ενώ λίγα λεπτά αργότερα πατήσαμε το πόδι μας στη γραφική Χάλκη. Ο αέρας της όμοιος αιγαιοπελαγίτικου, τα δρομάκια της στενά, πλαισιωμένα από πεύκα και πλατάνια, τα γλυκίσματά της μαγνήτες και τα αρώματά της μεθυστικά. Το Πριγκιπόννησο της Χάλκης φέρει γαλήνια αύρα και στο υπέδαφός του άφθονο χαλκό, ωστόσο αυτό που θέλαμε όλοι μανιωδώς ήταν να διαβούμε το κατώφλι του στέμματος του νησιού, δηλαδή της ομώνυμης Θεολογικής Σχολής. Σαν την Αλίκη με τον Δημήτρη επιβιβαστήκαμε στα καροτσέρια και ανηφορίσαμε… Σαν φτάσαμε στο προαύλιο της Σχολής διακρίναμε το άγαλμα του Κεμάλ και ενοχληθήκαμε ιδιαιτέρως, διότι αν και το κτήριο της Σχολής βρίσκεται σε τουρκικά πλέον εδάφη, όφειλαν οι γείτονες να είχαν σεβαστεί την Ορθόδοξη φύση της και να μην την είχαν καπηλευτεί, να μην την είχαν οικειοποιηθεί… Ωστόσο ξεναγηθήκαμε στο εσωτερικό του μεγαλειώδους κτηρίου και απογοητευτήκαμε σαν βρήκαμε κάμαρες, αίθουσες και βιβλιοθήκη σφραγισμένα. Μα από τα παραθυράκια που υπάρχουν πάνω στις πόρτες, ρίξαμε κλεφτές ματιές και κάτι καταφέραμε να δούμε. Μετά βγήκαμε στη βεράντα της Σχολής και αφεθήκαμε στη μαγευτική θέα της θάλασσας του Μαρμαρά και της γειτονικής Πριγκήπου. Περπατήσαμε περιμετρικά και περάσαμε μέσα από τον ναό της Αγίας Τριάδας και τους τάφους και βρεθήκαμε πάλι στην αρχή.

Επόμενος σταθμός μας; Το μεγαλύτερο κατοικημένο Πριγκιπόννησο, αυτό της Πριγκήπου. Οφείλει το όνομά του στην εξορία των Πριγκίπων. Φέρει υπέρλαμπρα κτήρια που κοσμούν τα γραφικά σοκάκια και τα στενά δρομάκια του αλλά κυρίως που μαρτυρούν τον πλούτο και την αίγλη του. Καθίσαμε για φαγητό σε ένα παραδοσιακό ταβερνάκι, πλάι στο απαλό κύμα. Στα ποτήρια η μπύρα Εφές, στα πρώτα πιάτα μεγάλα καβουρδισμένα αμύγδαλα και γεύσεις από την ντόπια κουζίνα που δεν διέφεραν και πολύ με την ελληνική και πάνω απ’ τα κεφάλια μας γιγαντόσωμοι γλάροι να είναι ετοιμοπόλεμοι για το κλέψιμο μιας μπουκιάς…

Σαν έπεσε το βράδυ περπατήσαμε πάνω στη φημισμένη πλατεία Ταξίμ και διαπιστώσαμε πως το συγκεκριμένο μέρος δεν έχει να ζηλέψει απολύτως τίποτα από μια ευρωπαϊκή πόλη. Με τα μαγαζιά να φέρουν όλες τις επώνυμες μάρκες, με τον κεντρικό πεζόδρομο να ασφυκτιά από κόσμο, με τις μαντήλες αισθητά μειωμένες και με τα ζαχαροπλαστεία που σερβίρουν τους ξακουστούς μπακλαβάδες, τα καζάν ντιμπί και τα ασουρέ να μας μαγνητίζουν σαν πόλοι, κύλησε ολόκληρο το βράδυ χωρίς να το καταλάβουμε…

Τα καλύτερα για το τέλος, υποστηρίζει μια παροιμία και όπως όλες τους έχουν δίκιο. Έτσι λοιπόν, για την τελευταία μας μέρα στην Κωνσταντινούπολη είχαμε τα καλύτερα να δούμε. Ξεκινήσαμε από το παραλιακό παλάτι του Ντολμά Μπαχτσέ. Η επίσημη κατοικία των σουλτάνων μας τύφλωσε με την υπέρογκη, την άφθονη ποσότητα χρυσού, ασημιού και κρυστάλλου. Αξίζει να σημειωθεί πως στο εσωτερικό του δεσπόζει ο μεγαλύτερος πολυέλαιος του κόσμου, βάρους δύο τόνων. Στο συγκεκριμένο παλάτι απαγορεύεται η φωτογράφηση για ευνόητους λόγους, ωστόσο τον ρόλο της φωτογραφικής μηχανής διαδραμάτισε η μνήμη μας, μια και «απαθανατίσαμε» τα ρουμπινένια τζάκια, τις περίοπτες διπλές σκάλες, τα τεραστίων διαστάσεων ολομέταξα χαλιά, τα πανάκριβα κλασικής γραμμής έπιπλα και τους φαρδείς διαδρόμους. Ενώ σαν βγήκαμε απ’ την τεράστια αίθουσα όπου το χαρέμι λικνιζόταν σε ανατολίτικους ρυθμούς προς τέρψη του Σουλτάνου, χαζέψαμε τον απέραντο κήπο με τις πύλες στη θάλασσα και τα αγαλματένια λιοντάρια καταμεσής του γκαζόν να μάχονται τα αληθινά ομοιώματά τους.

Ύστερα μεταφερθήκαμε στο πρώτο παλάτι των Σουλτάνων, το Τοπ Καπί. Χτισμένο απ’ τον Μωάμεθ Β΄ λίγο μετά την άλωση, χωροθετημένο σε λόφο ώστε να επιβλέπει τον Βόσπορο και την ακρόπολη του αρχαίου Βυζαντίου. Με ρούχα, κοσμήματα, αντικείμενα των Σουλτάνων το παλάτι του Τοπ Καπί σε θαμπώνει με την τεραστίων διαστάσεων έκτασή του, ενώ σε τυφλώνει με τους ανυπολόγιστης αξίας πολύτιμους λίθους, όπως το τέταρτο μεγαλύτερο διαμάντι του κόσμου.

 Η μεγάλη ώρα είχε φτάσει και το κτήριο του αλωμένου Ορθόδοξου ναού της Αγιάς Σοφιάς μας υποδέχτηκε στο εσωτερικό του για να παιανίσει τις χορδές από την άρπα της ψυχής μας. Συγκίνηση, δέος, θυμός, θαυμασμός και πολλά άλλα ήταν τα συναισθήματα που σαν άλλα κύματα μας πλημμύρισαν και μας παρέσυραν από τη μία άκρη του ναού στην άλλη. Γύρω μας δεκάδες άλλα γκρουπ με τους δικούς τους ξεναγούς, μπροστά μας το κάποτε ιερό, πλάι μας μεταλλικές σκαλωσιές για τη συνεχή επισκευή με στόχο την απασβέστωση των τοίχων και την επαναφορά στην επιφάνεια των θρυλικών και ανεκτίμητης αξίας ψηφιδωτών, ελαφρώς από πάνω μας τεράστιοι κύκλοι με αραβικούς χαρακτήρες και από πάνω μας ο τέταρτος μεγαλύτερος τρούλος του κόσμου. Ενώ στα περιμετρικά μπαλκόνια ο άλλοτε γυναικωνίτης να φέρει τους δικούς του τουρίστες. Ξεναγηθήκαμε σχεδόν σε όλα τα σημεία του κτηρίου, το οποίο έπεσε στα χέρια των Οθωμανών την 29η Μαΐου 1453, όπου και λειτούργησε για τελευταία φορά ως ορθόδοξος ναός. Έπειτα μετατράπηκε σε τζαμί και πλέον αποτελεί ένα από τα βασικότερα μουσεία της Πόλης, κυρίως για την ιστορία του μα για τον ναό αυτόν καθεαυτό. Η UNESCO έχει ανακηρύξει τον ναό ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς και δίνει μάχη ώστε να συντηρηθεί και να αποκτήσει ξανά έστω σε ικανοποιητικό ποσοστό την ιστορική μεγαλοπρεπή του αίγλη και αξία.

 Για την ιστορία ας αναφερθεί πως ο συγκεκριμένος ναός της Αγιάς Σοφιάς είναι ο τρίτος, εφόσον οι δύο προηγούμενοι, κτισμένοι στο ίδιο ακριβώς σημείο έπεσαν. Απόδειξη αυτού, τα ερείπια που δεσπόζουν στην έξοδο του υπάρχοντος ναού. Πρόκειται για την είσοδο του δεύτερου κατά σειρά. Και επίσης ας αναφερθεί πως ο ναός δεν κτίστηκε προς τιμή της Αγίας Σοφίας η οποία εορτάζεται απ’ την Ορθόδοξη εκκλησία στις 17 Σεπτεμβρίου, αλλά προς τιμή της Ύπατης Σοφίας του Ένσαρκου Λόγου του Θεού, δια χειρός Ανθέμιου και Ισίδωρου. Και ας καταγραφεί τέλος πως οι μελετητές υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για έναν γυναικείο ναό, μια και στο σημείο του ιερού δεσπόζει η αγιογραφία της Παναγίας. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως τον επισκέπτονταν μόνο οι γυναίκες…

Η εσωτερική θέα απ’ τα μπαλκόνια του γυναικωνίτη σε κάνει να ξεφυσάς, ενώ η παλάμη σε υπερυψωμένο σημείο μιας κολώνας, η χαρακιά σε εξίσου υπερυψωμένο σημείο και η τρύπα σε μια άλλη κολόνα σε πείθουν για τους θρύλους που ζώνουν εδώ και εκατοντάδες χρόνια τον ίδιο τον ναό. Δεν θα ήταν δυνατόν να μην επισκεφθούμε το αντίπαλο δέος της Αγιάς Σοφιάς. Το μουσουλμανικό τέμενος Μπλε Τζαμί μας περίμενε για να μας αποδείξει πως και οι Τούρκοι από την πλευρά τους είχαν το σθένος να πολεμήσουν τη μεγαλειώδη αίγλη της Αγιάς Σοφιάς και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και τίμιοι το πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο πάντα το Μπλε Τζαμί θα υστερεί σε ιστορία, θρύλους, μύθους, αρχιτεκτονική ποιότητα, θετική αύρα και ενέργεια κ.α. Χτισμένο προς τιμή του Σουλτάνου Αχμέτ το μεγαλύτερο τζαμί μετά της Μέκκα φέρει τη δική του -αστεία- ιστορία. Ο Σουλτάνος ζήτησε απ’ τον αρχιτέκτονα να χτίσει έναν ναό από «αλτίν», δηλαδή από χρυσό. Όμως ο αρχιτέκτονας άκουσε «αλτί», δηλαδή έξι. Και έτσι ο ναός φέρει έξι μιναρέδες, όσους και της Μέκκα. Επειδή όπως κάτι τέτοιο θεωρήθηκε προσβολή για την κοιτίδα του μουσουλμανισμού, ο ναός της Μέκκα απέκτησε έναν επιπλέον και παραμένει πρώτιστο μουσουλμανικό τέμενος ανά τον κόσμο. Το πιο εντυπωσιακό όμως στο Μπλε Τζαμί είναι τα περίπου είκοσι χιλιάδες χειροποίητα πλακάκια ιζνίκ, τα αποσπάσματα από το κοράνι που είναι φιλοτεχνημένα στους τοίχους του καθώς και οι βαθμιδωτές θόλοι και ημιθόλοι του.

Αργά πια το απόγευμα τα πορτοφόλια μας έμελλαν να αδειάσουν και τα ευρώ που είχαν συναλλαχθεί σε τούρκικες λίρες να χορέψουν στον παλμό του παζαριού. Του μεγαλύτερου παζαριού της Πόλης και ίσως ολόκληρης της Ανατολής, του ξακουστού Καπαλί Τσαρσί. Ρούχα, μπακίρια, ασημικά, διακοσμητικά, πορσελάνες, φωτιστικά, έπιπλα, πίνακες, μπαχάρια, γλυκίσματα, σουβενίρ, μινιατούρες, φουλάρια, λυχνάρια, σερβίτσια, χαλιά και πόσα μα πόσα άλλα παρήλαυναν από μπροστά μας στα χιλιάδες μαγαζιά και μας παράσερναν σε καταναλωτικό οργασμό. Όρεξη και λεφτά να έχει κανείς να ψωνίσει και κυρίως χώρο στη βαλίτσα του για να τα μεταφέρει… Συμβουλή: Ό, τι τιμή σου πουν, στη μισή να τους τη ρίξεις και αν δεν δεχτούν, κάνε να φύγεις. Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα θα σε φωνάξουν πίσω και θα σου πουν «ε μαντάμ, έλα! Άντε με έριξες…!»

Το σούρουπο άπλωσε τα δικά του χαρακτηριστικά χρώματα στον ουρανό και μας βρήκε να έχουμε απλωμένα τα πόδια πάνω στα κρεβάτια του ξενοδοχείου, να βογκάμε από κούραση αλλά και να αναπολούμε τη γεμάτη ημέρα, χορτάτη από εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις, ιστορίες, θρύλους, μύθους…

Κι όμως η μέρα μας δεν θα τελειώνει εκεί. Ο σύλλογος του Φυσιολάτρη μας είχε επιφυλάξει νυχτερινή έξοδο σε παραδοσιακό μαγαζί με ανατολίτικα ακούσματα και καυτερές γεύσεις να ξύσουν τους ουρανίσκους μας… Λίγος χορός, πολύ φαί και καθόλου αλκοόλ -αν και κάποιοι είχαν αντικαταστήσει το διάφανο χρώμα του νερού μ’ αυτό του τσίπουρου- μας ολοκλήρωσαν την τελευταία μας μέρα στην Κωνσταντινούπολη…

Και κάπου εκεί οι τίτλοι του τέλους έμοιαζαν να πέφτουν. Κι όμως το ταξίδι μας δεν θα λάμβανε τέλος… Νωρίς το επόμενο πρωί, όλοι με τις αποσκευές στο χέρι επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν και ο οδηγός έβαλε πρόσω ολοταχώς για την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, την ορεινή, γραφική και καταπράσινη Μπούρσα ή ελληνιστί Προύσα… Η πατρίδα του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη μας περίμενε για να χαράξει στη μνήμη μας τα δικά της αξιοθέατα, τη δική της ομορφιά. Περάσαμε απ’ το μνημείο τους και πληροφορηθήκαμε την ιστορία τους, βάσει της οποίας ο Καραγκιόζης ήταν εργάτης στην οικοδομή με αφεντικό τον Χατζηαβάτη. Οι συνομιλίες που αναπτύσσονταν μεταξύ τους ήταν άκρως κωμικές με αποτέλεσμα να αποσπούν το ενδιαφέρον και κυρίως να προκαλούν τον γέλωτα σε τέτοιο βαθμό που η εργασία έμενε πίσω. Έτσι λοιπόν, από τότε αυτές οι δύο και στην πορεία και άλλες φιγούρες έμελε να περάσουν στην ιστορία και να θεμελιώσουν το θέατρο σκιών ενώ μέχρι και σήμερα, αυτό αναπνέει ολοζώντανο στην πολιτιστική ταυτότητα τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας.

Ύστερα φτάσαμε στο Πράσινο Μαυσωλείο. Πρόκειται για οκτάγωνο οικοδόμημα με επιβλητική θόλο, κεραμικά σε διάφορα χρώματα και σχέδια αλλά και με ανάγλυφα πάνω στην τέχνη του γυαλώματος. Φέρει το όνομα Γεσίλ Τουρμπ και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Προύσας, μια και γίνεται μαγνήτης για κάθε λογής τουρίστα. Στο εσωτερικό του έμελε να θαυμάσουμε τους τάφους ή αλλιώς τις σαρκοφάγους των Σουλτάνων, που ο καθένας τους άφησε το δικό του στίγμα στην Οθωμανική ιστορία.

Ενώ ακριβώς απέναντι αναπνέει το αντίστοιχο Πράσινο Τζαμί. Είναι γνωστό ως τέμενος του Μωάμεθ Α΄ και φέρει γαλαζοπράσινα πλακάκια για την άρτια διακόσμησή του. Αυτό όμως που συμπληρώνει την αρχοντική του όψη είναι το οκταγώνιο σιντριβάνι του καθώς και τα σκαλιστά παραθυρόφυλλα. Το Γεσίλ Τζαμί συντελεί κι αυτό με τη σειρά του στην απόδειξη της ευλαβικότητας των Μουσουλμάνων…

Και η μέρα μας συνεχίστηκε στο παζάρι της Προύσας ώστε να αφεθούμε στα μαγαζιά που εμπορεύονται τα διεθνώς φημισμένα ολομέταξα φουλάρια, τις πασμίνες και τις πετσέτες. Τα ποικιλόμορφα σχέδια, τα ολοζώντανα χρώματα και η άριστης ποιότητας υφή τους ικανοποιούν ακόμα και τους πιο απαιτητικούς ενώ οι τιμές τους δεν είναι απλησίαστες, άλλωστε μην ξεχνά κανείς πως πρόκειται για παζάρι!

Το βραδάκι βόλταρε πάνω απ’ τον ουρανό και το Χίλτον της Προύσας μας περίμενε για να μας ξεκουράσει στα αναπαυτικά κρεβάτια του, διότι το επόμενο πρωί είχαμε νωρίς εγερτήριο και η μέρα θα φάνταζε μεγάλη, μια και θα παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής.

Μια στάση όμως, πριν φτάσουμε ξανά στα σύνορα, στα Μουδανιά κρίθηκε απαραίτητη. Βολτάραμε για λίγο στους δρόμους, ήπιαμε έναν καφέ με θέα το λιμάνι και πολλοί αναζήτησαν τις δικές τους ρίζες, τα σπίτια των προγόνων τους. Αν και κάποτε τα Μουδανιά έφεραν έντονο το ελληνικό στοιχείο, σήμερα αυτό έχει εκλείψει ολοκληρωτικά και μένουν μονάχα κάποια κτίσματα να αποδεικνύουν την ελληνική υφή της πόλης, όπως σχολεία, εκκλησία αλλά και κάποια εγκαταλελειμμένα σπίτια… Αξίζει να αναφερθεί πως απόγονος των Μουδανιών είναι τα Νέα Μουδανιά στην περιοχή της Χαλκιδικής…

Ύστερα πήραμε θέσεις στο πούλμαν και… βάλαμε μπρος για την πατρίδα…

Ο σύλλογος του Φυσιολάτρη οργάνωσε και έφερε εις πέρας με πάσα επιτυχία την οδική εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη! Όλοι μας χειροκροτήσαμε και επικροτήσαμε την επιλογή του μέρους αλλά και την υπεύθυνη στάση των ιθυνόντων…

Χορτάτοι πια από εικόνες, γεύσεις, αρώματα, μυρωδιές, δώρα, φωτογραφίες, μνήμες, περάσαμε τα σύνορα των Κήπων, την ίδια διχοτομημένη γέφυρα του Έβρου και είπαμε «καλησπέρα Ελλάδα!». Κι όμως στο μυαλό μας ήταν τόσο νωπή η Πόλις των πόλεων, τόσο φρέσκια η μάνα γη του Κωνσταντίνου, τόσο ξύπνια η αιώνια πόλη των τριών θαλασσών και των δύο ηπείρων!

Κι όλα αυτά γιατί θαρρείς πως η μάνα φύση προίκισε την Κωνσταντινούπολη με όλες τις αρετές που προικίζει μια μυστηριώδη, πληθωρική και φυσικά περιζήτητη γυναίκα… Με καμπύλες κολάσιμες να λικνίζονται στα ακούσματα του τσιφτετελιού, με μαλλιά αέρινα να παιχνιδίζουν σαν τα κύματα του Βόσπορου, με επιδερμίδα κρούστας σαν τα παραδοσιακά της γλυκά, με βλέμμα λάγνο, σαγηνευτικό σαν χανούμισσας εν ώρα δράσης και με ιστορία ζωσμένη με θρύλους, μύθους, όνειρα και οράματα… Ναι! Η Κωνσταντινούπολη μοιάζει με γυναίκα που τη διεκδικούν όχι μονάχα δύο άντρες, αλλά δυο ολόκληροι λαοί!

{gallery}2013/ekdromi19-25.5.13{/gallery}