Στις 7:15 το πρωί της Κυριακής 26 Απριλίου και με πολύ καλό καιρό ξεκινήσαμε με 2 πούλμαν σχεδόν γεμάτα για την Γκιώνα, αφού πρώτα περάσαμε από το μετρό του Αιγάλεω, απ΄ όπου πήραμε αρκετούς φίλους. Κάναμε μια μικρή  στάση στο 90ό χλμ. της Εθνικής Αθηνών – Λαμίας και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς Αμφίκλεια-Γραβιά   και την Καλοσκοπή Φωκίδας.  Το χωριό αυτό, η Καλοσκοπή, βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της οροσειράς της Γκιώνας  και σε υψόμετρο 1100 μ.  Από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως το «Μπαλκόνι της Γκιώνας», γιατί προσφέρει μια εξαιρετική θέα στον επισκέπτη προς το λεκανοπέδιο του Βοιωτικού Κηφισού. Ανατολικά του χωριού βρίσκεται το όρος Καλλίδρομο, δυτικά τα Βαρδούσια, βόρεια η Οίτη και νότια ο Παρνασσός. Το χωριό βρίσκεται στο μέσο πυκνού δάσους από έλατα, ενώ στα νότια υπάρχουν πλατάνια,  καρυδιές,  βελανιδιές,  κερασιές και μηλιές και διαθέτει άφθονες πηγές. Η Καλοσκοπή ενδείκνυται για πεζοπορία, μια κι έχει μέχρι σήμερα τρία διαμορφωμένα μονοπάτια. Το χωριό βρίσκεται πάνω στο ορειβατικό μονοπάτι Ε4, που διασχίζει τα βουνά της Ελλάδας  ξεκινώντας από τα Πυρηναία , περνά από τις Άλπεις , την οροσειρά της Πίνδου, την Γκιώνα, τον Παρνασσό, τα βουνά της Πελοποννήσου και φθάνει μέχρι την Κρήτη. Το όνομά της το πήρε  από την "καλή σκοπιά", αντικρίζοντας από ψηλά τη γύρω περιοχή, ενώ παλαιότερα ονομαζόταν Κουκουβίστα. 

Λίγο πριν φτάσουμε στην Καλοσκοπή, περάσαμε τη Γραβιά με το ιστορικό της χάνι και από μακριά είδαμε την πανέμορφη Βάργιανη σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του Παρνασσού. Φτάνοντας στους πρόποδες της Γκιώνας  μια πινακίδα μας δείχνει  το μοναδικό μεταλλευτικό πάρκο της χώρας μας, το Vagonetto. Στο πάρκο αυτό ακολουθεί κανείς τα χνάρια των μεταλλωρύχων μέσα στις υπόγειες στοές με τα κοιτάσματα του βωξίτη, ταξιδεύοντας με  τρενάκι μέσα στη Στοά 850. Εδώ γινόταν η εξόρυξη του βωξίτη και η μετατροπή του σε αλουμίνιο. Όπου και να κοιτάξεις, αντικρίζεις σωρούς από χώματα από τα μεταλλεία βωξίτη που μοιάζουν με πληγές που αιμορραγούν από τις πλαγιές της Γκιώνας. Φτάσαμε πάνω από την Καλοσκοπή στο Κεφαλόβρυσο, μια πηγή με πλούσια, παγωμένα νερά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Ακριβώς δίπλα στο δρόμο βρίσκεται το μικρό ξωκλήσι της Αγίας Ελένης.
Στον περίβολο της εκκλησίας συγκεντρώθηκαν όλοι οι πεζοπόροι, έβγαλαν φωτογραφίες  δίπλα στη μικρή πέτρινη βρύση και ξεκίνησαν την πεζοπορία. Πρώτοι έφυγαν αυτοί που θα έκαναν τη μεγάλη διαδρομή και ακολούθησε η δεύτερη ομάδα. Διασχίσαμε το ποταμάκι από το μικρό ξύλινο γεφύρι και  πήραμε το μονοπάτι δεξιά του ρυακιού, ανάμεσα από πολλές γέρικες καρυδιές, μηλιές και κερασιές. Πλησιάζοντας στο  χωριό ανηφορίσαμε για λίγα μέτρα και ανεβαίνοντας τα ξύλινα σκαλιά φτάσαμε, κάτω από την παιδική χαρά, στα πρώτα σπίτια του χωριού. Διασχίσαμε το χωριό και ύστερα πήραμε το μονοπάτι Ε4 που ξεκινά από το κάτω μέρος του χωριού και κατεβαίνει προς τη ρεματιά. Μια όμορφη διαδρομή  μέσα στα έλατα με το περισσότερο κομμάτι να γίνεται σε δασικό δρόμο, στη σκιά των τεράστιων ελάτων και με όλους τους ανοιξιάτικους ήχους και τα κελαηδίσματα των πουλιών να μας συνοδεύουν σε όλη τη διαδρομή. Κάποια στιγμή φτάσαμε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και, αφού περπατήσαμε λίγο στην άσφαλτο, ξαναμπήκαμε στο δάσος και βρήκαμε πάλι το μονοπάτι. Ύστερα από ένα δίωρο  περίπου φτάσαμε σε ένα ωραίο  πλάτωμα, όπου βρίσκεται μια βρύση και καθίσαμε, για να ξεκουραστούμε. Εκεί βγήκαν τα τσιπουράκια,  οι ξηροί καρποί και ό,τι άλλο κουβαλούσε ο καθένας στο σακίδιό του. Ήταν σχεδόν μεσημέρι και απέναντί μας βλέπαμε τη σκεπασμένη από τα  χιόνια Γκιώνα, με τις κορυφές της να λάμπουν στον ήλιο,  και σχεδιάζαμε το πότε θα καταφέρουμε να ανέβουμε στην κορυφή της. Αφού ξεκουραστήκαμε και βγάλαμε φωτογραφίες, συνεχίσαμε για το χάνι Μαγγανά  παίρνοντας ξανά το χωματόδρομο ανάμεσα στα έλατα. Ένα δυνατό αεράκι κάποια στιγμή σήκωσε σύννεφο τη γύρη από τα πεύκα και τα έλατα, αλλά ευτυχώς προστατευτήκαμε χρησιμοποιώντας κάποιο μαντήλι στη μύτη και στο στόμα μας. Σε λίγο η ατμόσφαιρα επανήλθε στον κανονικό της ρυθμό  και συνεχίσαμε το ανέβασμα, για να φτάσουμε στο δρόμο, όπου θα ερχόταν να μας πάρει το πούλμαν. Εδώ  έφτασαν και τα πούλμαν με τους υπόλοιπους ορειβάτες και τους τουρίστες, που και αυτοί με τη σειρά τους περπάτησαν και έκαναν αρκετές βόλτες κοντά στο χωριό. Επιβιβαστήκαμε όλοι στα πούλμαν και φύγαμε για τα Καμένα Βούρλα. Εδώ οι περισσότεροι προτίμησαν τα ιαματικά ζεστά λουτρά στις πηγές Κονιαβίτη. Μπαίνοντας στα ζεστά νερά αμέσως όλη η κούραση από την πεζοπορία έφυγε. Αφού καθίσαμε μία ώρα συνολικά εκεί, φύγαμε και εμείς για τα Καμένα Βούρλα. Εδώ κάποιοι προτίμησαν να κολυμπήσουν στη θάλασσα, ενώ  κάποιοι άλλοι να καθίσουν στα τραπεζάκια δίπλα στην παραλία για φαγητό, καφέ ή γλυκάκι. Γύρω στις 7 το απόγευμα αναχωρήσαμε όλοι για Νίκαια ευχαριστημένοι από όσα « μας έδωσε το ωραίο αυτό ταξίδι ». Φτάσαμε στην πόλη μας  “με μπαταρίες γεμάτες”, για να μπορέσουμε να αντέξουμε άλλη μια βδομάδα ως την επόμενη εκδρομή μας.